Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου
Πώς από το Είναι, το αληθινό Ον, δημιουργείται ο "υλικός κόσμος"
Ο Χέγκελ στο πρώτο μέρος της Επιστήμη της Λογικής αναφέρεται στο Είναι, δηλαδή στο αληθινό ον, στον άπειρο και απροσδιόριστο Νου. Προτού εισέλθουμε στα άδυτα της εγελιανής οντολογίας, είναι καλό να επισημάνουμε τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε στους όρους προσδιορισμένο, απροσδιόριστο, προσδιοριστικότητα. Απροσδιόριστο είναι το ον εκείνο το οποίο δεν έχουμε τη δυνατότητα να νοήσουμε, να καταλάβουμε την ουσία του, τι ακριβώς είναι, απλά γνωρίζουμε ότι υπάρχει ακατανόητα και είναι το "Είναι". Το εγελιανό "Είναι" είναι ο απροσδιόριστος Νους, ο φιλοσοφικός "Θεός" που δεν είναι άλλος από την καθαρή άπειρη σκέψη. Προσδιορισμένο είναι εκείνο το ον του οποίου γνωρίζουμε την ουσία και έχει μορφή και περιεχόμενο ή μορφή και ύλη. Γενικότερα, στην οντολογία του Αριστοτέλη, του Καντ και των Γερμανών ιδεαλιστών, όταν λέμε ότι προσδιορίζουμε ένα ον, μετερχόμαστε τις αριστοτελικές ή καντιανές a priori κατηγορίες του Νου για να συλλάβουμε το είναι ενός πράγματος (ποιότητα, ποσότητα, ουσία, τρόπος, χρόνος, τόπος, αναφορά κλπ). Δηλαδή προσπαθούμε να κατανοήσουμε την ύπαρξη ενός πράγματος όχι μέσα από την εμπειρία, αλλά μέσα από a priori κρίσεις και έννοιες που προέρχονται καθαρά από τη νόηση, από την οποία απορρέει η αιώνια και αληθινή γνώση. Προσδιοριστικότητα είναι η δυνατότητα που έχει το Είναι να δίνει ύπαρξη στα όντα, δηλαδή περατότητα, μια έννοια για την οποία θα γίνει λόγος.
Όπως αναφέραμε, το εν γένει Είναι, η θεότητα ως νόηση, το Απόλυτο κατά Χέγκελ, είναι μια ταυτότητα νοείν και είναι. Το Είναι είναι απροσδιόριστο, δεν μπορούμε εμείς να το κατατάξουμε σε κάποια ουσία, να καταλάβουμε τι είναι. Το ίδιο το Είναι, όμως, ως καθολική συνείδηση-νόηση επιζητά την συνείδηση του εαυτού του. Στην απόπειρά του να κατανοήσει τον ίδιο τον εαυτό του, καθίσταται αυτοσυνείδηση, δηλαδή λειτουργεί όπως το πλατωνικό Πέρας και προσδιορίζει το είναι του, ή αλλιώς σκέφτεται ό,τι σκέφτεται. Το περιεχόμενο της σκέψης του είναι η ίδια η υπερ-νόηση. Νόηση Νοήσεως, μας λέει ο Αριστοτέλης. Σε αυτήν του την προσδιοριστικότητα το Είναι, καθώς προσδιορίζει τον εαυτό του, θέτει περατότητα στο είναι του. Περιορίζει δηλαδή μέσα σε οριακά πλαίσια την ταυτότητά του. Όμως το Είναι, ως άπειρη νόηση, επειδή είναι απροσδιόριστο, αποκτά αυτήν την ταυτότητα, την αυτοσυνειδησία του, μόνο σε σχέση με την ετερότητά του. Με λίγα λόγια λόγω της απειρίας του καθορίζεται η προσδιοριστικότητά του μέσα από την άρνηση. Η άρνηση αυτή είναι προσδιορισμένη. Το Είναι καθορίζει την ταυτότητά του μέσα από την προσδιορισμένη άρνηση. Κάθε φορά τείνει να οριοθετεί το είναι του μέσα από το τι δεν είναι, από το μη ον.
Το Ον (Είναι) ως κάτι το ακατανόητο για μας καθώς αυτοπροσδιορίζεται, καθώς δηλαδή αποκτά την αυτοσυνειδησία του ενεργεί θέτοντας τα όρια του μη είναι του. Όταν το ον αποκτά την αυτοσυνείδησή του, θέτει το είναι του εντός περατότητας-προσδιοριστικότητας, δηλαδή εκδηλώνει και φανερώνει το μη ον ως την άρνηση του είναι του. Η προσδιορισμένη αυτή άρνηση διακρίνει τον υπερούσιο χαρακτήρα του (ον), ο οποίος είναι αδύνατον να προσδιοριστεί, από τον περατό, τον διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο, των αισθητών όντων. Ο ορατός κόσμος, το σύμπαν, είναι το μη είναι, το μη ον, είναι η απόρροια της προσδιορισμένης άρνησης που τέθηκε από το Είναι. Αλλιώς, καθώς το Είναι, το αληθινό Ον, ως καθολική νόηση (κινούν ακίνητο, κατά Αριστοτέλη) κινήθηκε ενεργώς για να συνειδητοποιήσει τον ίδιο τον εαυτό του, να θέσει όρια στο είναι του, απέρρευσε ο υλικός κόσμος μας ως αποτέλεσμα της προσδιορισμένης άρνησης. Ακόμα όμως, και στην περίπτωση αυτή το Είναι παρέμεινε απροσδιόριστο, επειδή η απειρότητά του παρέμεινε ανέγγιχτη. Το μόνο που προσδιορίστηκε τελικά είναι η ετερότητά του, το τι δεν είναι, αυτό που υπάρχει ως μορφή μέσα στον αισθητό υλικό κόσμο μας. Για αυτό και μας λέει ο Χέγκελ ότι ενώ το μη ον είναι η ετερότητα του είναι ως άρνησή του, το Είναι προσλαμβάνεται ως άρνηση της αρνήσεως. Έτσι σε κάθε προσπάθειά μας να κατανοήσουμε την ύπαρξή του ή την ουσία του μόνο μέσα από το μη ον (=την μεταβλητή και ορατή εξέλιξη του κόσμου/παντός) μπορούμε να αποπειραθούμε να ψηλαφήσουμε το είναι του, δηλαδή μέσα από το αιώνιο ενέργημα της προσδιορισμένης άρνησης η οποία λειτουργεί όπως ακριβώς η απορροή των νεοπλατωνικών.
Ο μεταβαλλόμενος κόσμος των ιστορικών γεγονότων και του σύμπαντος, το γίγνεσθαι, ως μη ον, ως αυτό που τελικά προσδιορίστηκε και περιορίστηκε ως Περατό και προήλθε από την προσδιορισμένη άρνηση, είναι το μόνο πεδίο μέσα στο οποίο έχουμε τη δυνατότητα να αντλήσουμε την κίνηση του Είναι ως αυτήν την άρνηση της άρνησης. Η περατότητα που διακρίνει τον κόσμο μας είναι η εγκόσμια πορεία που διανύει το Πνεύμα, ο Άπειρος Νους, στον ορίζοντα προς την αυτοπραγμάτωσή του. Μέσα σε κάθε ον που μετέχει της άπειρης νοήσεως, όπως ο άνθρωπος ως περατός νους, κινείται το Πνεύμα, το Απόλυτο κατά Χέγκελ.
Το συναρπαστικό που συμβαίνει με την διαλεκτική του Χέγκελ είναι ότι η θεμελίωση της φιλοσοφικής της θεώρησης στηρίζεται στην πλατωνική, την αριστοτελική και ακόμα περισσότερο στην νεοπλατωνική παράδοση. Εμπνεόμενος ο Χέγκελ από τη διαλεκτική μεθοδολογία του Πλάτωνα και του Πρόκλου, δόμησε μια γνωσιο-οντολογία που μεταμορφώνει τις πλατωνικές/νεοπλατωνικές οντικές δομές σε φιλοσοφικές κρίσεις και έννοιες που πραγματικά μας αναγάγουν προς το Αγαθόν, το Απόλυτο. Για παράδειγμα, το πλατωνικό Πέρας (ως προσδιοριστικότητα στον Χέγκελ) και το πλατωνικό Άπειρον (ως απροσδιοριστία στον Χέγκελ) μας δίνουν το πλατωνικό Μικτόν (Νους κατά Πλάτωνα). Όταν ο νους λειτουργεί ως Πέρας προσδίδει περατότητα στο μη ον, αυτοπροσδιοριζόμενος ως αυτοσυνείδηση. Τι σημαίνει αυτό; Ότι όταν ο Νους συνειδητοποιεί την συνείδησή του και καθίσταται αυτοσυνειδησία, δεν επιδέχεται περιορισμό στο Είναι του και αντί να θέσει όρια στο είναι του, επειδή είναι Άπειρον, θέτει όρια και περατώνει τον κόσμο, αυτό που δεν είναι, και τον υλοποιεί, προσδίδοντας υπόσταση στα όντα με μορφή και ύλη. Ταυτόχρονα όμως δεν κείται έξω από τον προσδιορισμένο κόσμο ως μη ον, αλλά ο ίδιος ως Απόλυτο Πνεύμα ή ως Είναι (Απόλυτο) είναι το είναι του.
Το προσδιορισμένο "Είναι" ως Πέρας δεν είναι άλλο από τον Αιθέρα των Ορφικών και το απροσδιόριστο "Είναι" ως Άπειρον δεν είναι άλλο από το Χάος των Ορφικών. Κατά την κοσμογονία του Ορφέα δημιουργήθηκε στην αρχή ο Χρόνος και από αυτόν η δυάδα Αιθήρ και Χάος, τα οποία μαζί με το κοσμογονικό Ωόν (Αυγό) παρήγαγαν την πρώτη θεϊκή τριάδα, η οποία αποτελεί την υπερούσια "υπόσταση" του όντος. Στη συνέχεια από τη γονιμοποίηση του Ωού/Αυγού προήλθαν ο Έρως, ο Φάνης (δηλαδή ο θεός του φωτός, το απέραντο Κάλλος), ο Ηρικεπαίος του Ησιόδου ως η πρωτόγονη δύναμη του κόσμου, και η Μήτις (η θεά της σκέψης, της φρόνησης) που αποτέλεσαν έτσι τη δεύτερη θεϊκή τριάδα. Η δεύτερη αυτή τριάδα είναι το πρότυπο, βάσει του οποίου ο δημιουργός του Πλάτωνα (ο Δίας, κατά Πρόκλο) αποτυπώνει και το δεικνύει ως υπερούσιο ολόγραμμα στον Διόνυσο που είναι ο έκτος δημιουργός του όντος, δηλαδή ο εγκόσμιος νους/δημιουργός του υλικού κόσμου (κατά Χέγκελ και Πρόκλο αντίστοιχα).
Το προσδιορισμένο "Είναι" ως Πέρας δεν είναι άλλο από τον Αιθέρα των Ορφικών και το απροσδιόριστο "Είναι" ως Άπειρον δεν είναι άλλο από το Χάος των Ορφικών. Κατά την κοσμογονία του Ορφέα δημιουργήθηκε στην αρχή ο Χρόνος και από αυτόν η δυάδα Αιθήρ και Χάος, τα οποία μαζί με το κοσμογονικό Ωόν (Αυγό) παρήγαγαν την πρώτη θεϊκή τριάδα, η οποία αποτελεί την υπερούσια "υπόσταση" του όντος. Στη συνέχεια από τη γονιμοποίηση του Ωού/Αυγού προήλθαν ο Έρως, ο Φάνης (δηλαδή ο θεός του φωτός, το απέραντο Κάλλος), ο Ηρικεπαίος του Ησιόδου ως η πρωτόγονη δύναμη του κόσμου, και η Μήτις (η θεά της σκέψης, της φρόνησης) που αποτέλεσαν έτσι τη δεύτερη θεϊκή τριάδα. Η δεύτερη αυτή τριάδα είναι το πρότυπο, βάσει του οποίου ο δημιουργός του Πλάτωνα (ο Δίας, κατά Πρόκλο) αποτυπώνει και το δεικνύει ως υπερούσιο ολόγραμμα στον Διόνυσο που είναι ο έκτος δημιουργός του όντος, δηλαδή ο εγκόσμιος νους/δημιουργός του υλικού κόσμου (κατά Χέγκελ και Πρόκλο αντίστοιχα).
Περατότητα
Όταν λέμε για τα πράγματα ότι είναι περατά, κατανοούμε με τον τρόπο αυτό ότι δεν έχουν απλώς μια καθορισιμότητα, ότι η ποιότητά τους δεν είναι απλώς μια πραγματικότητα και ένας εγγενής καθορισμός --ως τέτοια έχουν ακόμη καθορισμένο είναι εκτός του ορίου τους-- αλλά ότι αντιθέτως το μη είναι συνιστά τη φύση και το είναι τους. Τα περατά πράγματα είναι, αλλά η σχέση τους με τον εαυτό τους είναι ότι σχετίζονται με τον εαυτό τους αρνητικά, και σε αυτή την ίδια την σχέση με τον εαυτό τους στέλνουν τον εαυτό τους μακριά, πέρα από τον εαυτό τους, πέρα από το είναι τους. Είναι, αλλά η αλήθεια αυτού του είναι είναι το τέλος τους. Το περατό δεν αλλάζει απλώς, όπως κάτι γενικά, αλλά παύει να υπάρχει. Και το ότι παύει να υπάρχει δεν είναι απλώς πιθανότητα, ώστε να μπορεί να είναι χωρίς να πάψει να είναι, αλλά το είναι ως τέτοιο των περατών πραγμάτων είναι να έχουν το σπέρμα του θανάτου ως το είναι-εντός-του-εαυτού τους: η ώρα της γέννησής τους είναι η ώρα του θανάτου τους.
Η αμεσότητα του περατού
Η σκέψη της περατότητας των πραγμάτων μας φέρνει τη θλίψη διότι είναι μια ποιοτική άρνηση που σπρώχνεται ως τα άκρα της, και στην μονή φύση ενός τέτοιου καθορισμού δεν μένει πια στα πράγματα ένα καταφατικό είναι που να είναι διακριτό από το πεπρωμένο τους να χαθούν. Εξαιτίας αυτής της ποιοτικά μονής φύσης της άρνησης, η οποία έχει επιστρέψει στην αφηρημένη άρνηση του τίποτε και του παύειν-να-είναι σε αντίστιξη με το είναι, η περατότητα είναι η πιο πείσμων κατηγορία της νόησης· η άρνηση γενικά, η σύσταση και το όριο, συμφιλιώνονται με το άλλο τους, με το καθορισμένο είναι· και ακόμα και το τίποτε, εφόσον ληφθεί αφηρημένα ως τέτοιο, εγκαταλείπεται ως αφαίρεση· αλλά η περατότητα είναι η άρνηση ως παγιωμένη στον εαυτό της, και συνεπώς στέκεται σε απότομη αντίθεση με την κατάφασή της. Το περατό, είναι αλήθεια, αφήνεται να έλθει σε αναταραχή, είναι το ίδιο η αναταραχή, το να καθορίζεται ή να προορίζεται κάτι για το τέλος του, αλλά μόνο για το τέλος του --ή μάλλον, είναι η άρνηση να αφήσει κάτι τον εαυτό του να έλθει καταφατικά στην κατάφασή του, στο απέραντο, και να αφεθεί να ενωθεί μαζί του· συνεπώς τίθεται ως αδιαχώριστο από το τίποτά του, και για αυτό αποκόβεται από κάθε συμφιλίωση με το άλλο του, με το καταφατικό. Ο καθορισμός ή το πεπρωμένο των περατών πραγμάτων δεν τα φέρνει μακρύτερα από το τέλος τους. Η κατανόηση εμμένει στην θλίψη αυτή της περατότητας κάνοντας το μη είναι τον καθορισμό των πραγμάτων, και την ίδια στιγμή κάνοντάς το [το μη είναι] απέθαντο και απόλυτο. Η παροδικότητα των πραγμάτων θα μπορούσε να περάσει και να εξαφανιστεί μόνο στο άλλο τους, στο καταφατικό· η περατότητά τους τότε θα χωριζόταν από αυτά· αλλά είναι η απαράλλαχτή τους ποιότητα [η παροδικότητα], δηλαδή η ποιότητά τους που δεν περνά στο άλλο της, δηλαδή στο καταφατικό της: είναι συνεπώς αιώνια.
Αυτή είναι μια πολύ σημαντική σκέψη· αλλά φυσικά καμία φιλοσοφία ή γνώμη, ή κατανόηση, δεν θα αφήσει τον εαυτό της δεμένο με την οπτική ότι το περατό είναι απόλυτο· αυτό που παρίσταται στην κατάφαση του περατού είναι το ακριβώς αντίθετο· το περατό είναι περιορισμένο, παροδικό, είναι μόνο περατό, όχι απέθαντο· αυτό υπονοείται άμεσα από τον καθορισμό και την έκφρασή του. Αλλά το ζήτημα είναι, εάν σκεπτόμενος το περατό, κάποιος προσκολλάται στο είναι της περατότητας και αφήνει την παροδικότητα να συνεχίσει να είναι, ή αν η παροδικότητα και το να παύει κάτι να είναι παύουν να είναι. Αλλά με την αντίληψη ακριβώς αυτή του περατού που κάνει το παύειν-να-είναι τον τελικό καθορισμό του περατού κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Είναι ρητή δήλωση ότι το περατό δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με το απέραντο και δεν μπορεί να ενωθεί μαζί του, ότι το περατό αντιτίθεται απόλυτα στο απέραντο. Το είναι, το απόλυτο είναι, αποδίδεται στο απέραντο· στεκόμενο απέναντί του, το περατό λοιπόν παραμένει προσκολλημένο ως αρνητικό του· ανίκανο να ενωθεί με το απέραντο, παραμένει απόλυτο στην δική του πλευρά· από το καταφατικό, από το απέραντο, θα μπορούσε να λάβει επιβεβαίωση, και έτσι θα έπαυε να είναι· αλλά η ένωση με το απέραντο είναι ακριβώς αυτό που ανακηρύσσεται αδύνατο. Αν [το περατό] δεν παραμείνει προσκολλημένο στην αντίθεσή του στο απέραντο αλλά πάψει να υπάρχει, λοιπόν, όπως ήδη είπαμε, ο τελικός του καθορισμός είναι ακριβώς αυτό το παύειν-να-είναι, και όχι η κατάφαση που θα ήταν απλώς το παύειν να είναι του παύειν-να-είναι. Αν όμως το περατό δεν περνά στην κατάφαση, αλλά το τέλος του πρέπει να εννοηθεί ως το τίποτε, τότε θα επιστρέφαμε στο πρώτο, αφηρημένο εκείνο τίποτε το οποίο έχει εδώ και καιρό εξαφανιστεί.
Σε αυτό το τίποτε όμως, το οποίο υποτίθεται πως είναι μόνο τίποτε, και το οποίο την ίδια στιγμή αποκτά μια ύπαρξη στη σκέψη, την φαντασία ή την ομιλία, επισυμβαίνει η ίδια αντίφαση όπως αυτή που μόλις δείξαμε σε σχέση με το περατό, αλλά με την εξής διαφορά, ότι στην περίπτωση του πρώτου τίποτε απλώς επισυμβαίνει, ενώ στην περατότητα δηλώνεται ρητά. Εκεί εμφανίζεται ως υποκειμενική [η αντίφαση]· εδώ επιβεβαιώνεται ότι το περατό στέκεται σε αέναη αντίθεση ως προς το απέραντο, ότι αυτό που είναι καθεαυτόν μηδέν είναι, και είναι ως καθεαυτόν μηδέν. Θα πρέπει να αποκτήσουμε συνειδητότητα αυτού του γεγονότος, και η ανάπτυξη του περατού δείχνει ότι, έχοντας τούτη την αντίφαση παρούσα μέσα του, καταρρέει μέσα του, αλλά κάνοντάς το αυτό στην πραγματικότητα επιλύει και την αντίφαση· το περατό δεν είναι απλώς παροδικό και [έτσι] παύει να είναι, αλλά το παύειν-να-είναι, το τίποτε, δεν είναι ο τελικός προορισμός [του περατού], αλλά παύει το ίδιο να είναι.