τόσσον ἔπ’ ὠδίνουσα Ἑκηβόλον ἵκετο Λητώ,
εἴ τίς οἱ γαιέων υἱεῖ θέλοι οἰκία θέσθαι.
αἳ δὲ μάλ’ ἐτρόμεον καὶ ἐδείδισαν, οὐδέ τις ἔτλη
Φοῖβον δέξασθαι, καὶ πιοτέρη περ ἐοῦσα:
πρίν γ’ ὅτε δή ῥ’ ἐπὶ Δήλου ἐβήσατο πότνια Λητὼ
καί μιν ἀνειρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
δῆλ’, εἰ γάρ κ’ ἐθέλοις ἕδος ἔμμεναι υἷος ἐμοῖο,
Φοίβου Ἀπόλλωνος, θέσθαι τ’ ἔνι πίονα νηόν, –
~~~
τόσους τόπους ἱκέτευεν ἡ Λητώ κοιλοπονῶντας στόν Ἑκηβόλο,
ποιός θά θελήσει τοῦ γυιοῦ της γενέτειρα νά γίνῃ.
Τρομάζαν ὅμως πολύ καί δείλιαζαν
κι οὔτε κανείς τους τόλμαγε τό Φοῖβο νά δεχτῇ,
κι ἄς ἦσαν εὔφοροι.
Μέχρι πού πάτησε στή Δῆλο ἡ σεβαστή Λητώ,
καί ρώτησε βγάζοντας λόγια φτερωτά:
῎Αχ Δῆλος, δέ θά ̓θελες νά γίνῃς ἕδρα ἐσύ τοῦ δικοῦ μου γυιοῦ,
τοῦ Φοίβου ̓Απόλλωνα, καί πλούσιο ναό νά τοῦ ἱδρύσεις;
Ὁ ὁμηρικός ὕμνος στὸν Δήλιο Ἀπόλλωνα δὲν ἔχει τὸ ἀποκλειστικὸ χάρισμα νὰ περιγράφει, μὲ ἀρμονικοὺς στίχους, τὴ γέννηση τοῦ θεοῦ· ἕνα ἀπόσπασμα, τοῦ ὁποίου τὴν ἀξία εἶχε ἤδη ἀναγνωρίσει ὁ ἱστορικὸς Θουκυδίδης, μαρτυρεῖ τὴ θρησκευτικὴ σημασία τῆς Δήλου, τουλάχιστον ἀπὸ τὸν 7ο αἰ. π.Χ. Οἱ Ἴωνες, οἱ ὁποῖοι, ἀπὸ τὰ τέλη τῆς πρώτης χιλιετίας π.Χ., εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὰ περισσότερα νησιὰ τοῦ Αἰγαίου πελάγους καὶ στὶς δυτικὲς ἀκτὲς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, εἶχαν ὡς ἔθιμο νὰ συγκαλοῦν σὲ τακτὰ διαστήματα, μεγάλες συναθροίσεις καὶ νὰ ὀργανώνουν στὴ Δῆλο γιορτές ὅπου, σύμφωνα μὲ τὰ προσφιλῆ σὲ ὅλους τοὺς ἑλληνικοὺς πληθυσμοὺς ἔθιμα, ἔκαναν γυμνικοὺς ἀγῶνες καὶ διαγωνισμοὺς μουσικούς. Ὁ ποιητὴς τοῦ ὕμνου τονίζει μὲ ἐνθουσιασμό τὴ λαμπρότητα τοῦ θεάματος ποὺ προσέφεραν αὐτὲς οἱ περιοδικὲς συγκεντρώσεις ὅπου, πρὸς τιμὴν τοῦ θεοῦ, γινόταν ἐπίδειξη μεγάλης πολυτέλειας. Ὅμως, τὰ γοργὰ σκάφη ποὺ ἔφερναν τοὺς Ἴωνες καὶ τὶς γυναῖκες τους ἦταν ἐπίσης φορτωμένα μὲ ἐμπορεύματα: γινόταν μεγάλο ἐμπόριο κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν γιορταστικῶν ἡμερῶν.