ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΧΑΝΣ ΓΚΑΝΤΑΜΕΡ


Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου

Στα νεότερα χρόνια η έννοια της "κατανόησης" των φιλοσοφικών κειμένων έλαβε ποικίλες ερμηνείες. Ένας από τους πιο αξιόλογους φιλοσόφους που ασχολήθηκαν με την ερμηνευτική των κειμένων είναι ο Χανς-Γκεόργκ Γκάνταμερ. Είναι σαφής η θέση των εισηγητών της ερμηνευτικής των κειμένων, όπως ο  Σλάιερμαχερ και ο Ντιλτάι, που όρισαν την κατανόηση ενός κειμένου ως τη μέθοδο εκείνη μέσω της οποίας η απόδοση του νοήματος είτε βασίζεται στο ιστορικό πλαίσιο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε ένα κείμενο είτε στις απόπειρες κάθε συγγραφέα να εισπηδά στον συναισθηματικό και νοητικό κόσμο του δημιουργού του κειμένου ωσάν να είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο Γκάνταμερ θέτει μια πιο ζωτική στάση ερμηνείας της κατανόησης που, κατά τη γνώμη μου, αναζωογονεί και αναδύει την αξία των κειμένων, και ακόμα περισσότερο των φιλοσοφικών κειμένων.

Ο Γκάνταμερ τονίζει με έμφαση την τεράστια  σημασία που έχει η φιλοσοφική νοηματοδότηση των κειμένων αντιμετωπίζοντάς τα περισσότερο από την φαινομενολογική τους διάσταση. Κατά τον φιλόσοφο, είναι αδύνατον να συλλάβουμε την ακριβή νοηματική και βιωματική πρόθεση του συγγραφέα ενός φιλοσοφικού κειμένου, επειδή είμαστε τόσο στενά δεμένοι με τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής μας αλλά και με το παρόν επικρατούν φαντασιακό κοινωνικό πνεύμα που απορρέει από τη συγκρότηση των θεσμών της κοινωνίας, δεν είναι δυνατό να μετατεθούμε στην εποχή κατά την οποία δημιουργήθηκε το υπό εξέταση κείμενο. Είναι σχεδόν ακατόρθωτο, μας λέει, να προσεγγίσουμε το κείμενο από την οπτική γωνία του συγγραφέα ή του δημιουργού της εποχής κατά την οποία γράφτηκε.

Έτσι, κατά τον Γκάνταμερ, όταν επιχειρεί κανείς να κατανοήσει ένα κείμενο οποιουδήποτε μεγάλου φιλοσόφου, στην πραγματικότητα προσλαμβάνει ένα νόημα υπό το φως της δικής του ιστορικής κοινωνικής κατάστασης και όχι το αληθινό νόημα του εν λόγω  συγγραφέα ή δημιουργού. Ο Γκάνταμερ μετέρχεται την έννοια της "προβολής", θέλοντας να φανερώσει τι πραγματικά διαδραματίζεται σε μια ερμηνευτική απόδοση ενός κειμένου. Θα ακούσουμε ή θα διαβάσουμε πολλούς νεότερους ή σύγχρονους μελετητές των κλασικών φιλοσοφικών κειμένων να αποφαίνονται ότι ο τάδε ή ο δείνα φιλόσοφος (Πλάτων, Αριστοτέλης, Επίκουρος) δεν τα "είπε"  καλά ή ότι γράφει ανοησίες και φληναφήματα που δεν αξίζουν της προσοχής του κοινού. Αυτοί επιτελούν, κατά τη γνώμη μου, ένα διττό έργο. Από τη μια μπορεί πραγματικά να προσφέρουν σημαντική συμβολή στην εξέλιξη του φιλοσοφικού λόγου ή να εγκαινιάζουν μια άλλη στοχαστική διάσταση προσέγγισης του Νοείν με μια πιο στοιχειοθετημένη επιχειρηματολογία. Από την άλλη ακυρώνουν τον θεμελιακό ρόλο που θέλουμε να έχει η φιλοσοφία ως φανέρωση της Λογικής Τάξης και Κατανόησης που έχουν ο ίδιος ο κόσμος και  οι βάσεις  του επιστητού. Όταν, για παράδειγμα, το φιλοσοφικό σύστημα ενός συγκεκριμένου φιλοσόφου (πχ του Επίκουρου ή του Πλάτωνα) προσαρμόζεται στις ερμηνείες και τις υποκειμενικές φιλοσοφικές θεωρήσεις ενός μελετητή του σμικρύνοντας τη νοητική εμβέλεια των φιλοσοφικών σημαινομένων, τότε a priori αυτό το ίδιο το υποκειμενικό επίτευγμα έχει αποτύχει να συμπεριλάβει στο γενικότερο φιλοσοφικό κοινωνικό ψηφιδωτό της εποχής του δημιουργού την άντληση των θεμελίων πάνω στα οποία στήριξε το έργο του. 

Με την εμφάνιση του Γκάνταμερ επαναπροσδιορίστηκε η ίδια η φύση της φιλοσοφικής ερμηνευτικής. Είμαστε σε θέση πλέον να ισχυριζόμαστε ότι όλες οι απόψεις και οι μελέτες για έναν μεγάλο φιλόσοφο (πχ Αριστοτέλη) απλά αποτελούν υποκειμενικές ερμηνείες των σύγχρονων μελετητών και όχι η αληθινή θέαση του οποιουδήποτε μεγάλου φιλοσόφου. Τα κλασικά και νεότερα φιλοσοφικά κείμενα κατανοούνται αληθινά μόνο μέσα στο ίδιο τους το Είναι, στο πρωτότυπο κειμενικό πλαίσιο του δημιουργού τους πάντοτε σε σχέση και συσχέτιση με τη δική μας πρόθεση να τα καταλάβουμε, να τα ερμηνεύσουμε και στο τέλος να τους αποδώσουμε ένα νόημα πρώτιστα για μας τους ίδιους. Το μεγάλο πρόβλημα που τίθεται είναι ο τρόπος που "βλέπεις" την άλλη άποψη. Όταν έχουμε μπροστά μας ένα φιλόσοφο και συνομιλούμε μαζί του, δεν έχουμε μόνο το γραπτό του, αλλά και το βιωματικό όλον. Το νόημα ενός φιλοσοφικού Λόγου που ακούγεται από έναν φιλόσοφο καθώς ομιλεί κρίνεται ως ΑΛΗΘΙΝΟ, εφόσον υπεισέρχονται ως παρόντες όλοι εκείνοι οι παράγοντες που μαρτυρούν τις προθέσεις, την ιστορική, κοινωνική κατάσταση του φιλοσόφου, τις κινήσεις του σώματός του, ακόμα και την συνολική αύρα που εκλύει η παρουσία του. Αντίθετα, ένα κείμενο ενός φιλοσόφου που έχει φύγει από τη ζωή πάντοτε θα κρύβει τους ανωτέρω ανεξιχνίαστους θησαυρούς που κομίζει η παρουσία του. 

Ο Γκάνταμερ ανέδειξε την αξία των αυθεντικών φιλοσοφικών κειμένων ως τη μόνη επαφή που μπορεί να έχει κανείς με τους μεγάλους φιλοσόφους που δεν είναι "εν ζωή". Κανείς δεν είναι σε θέση να μας υπαγορεύσει τι ακριβώς ήθελε να πει ο Πλάτων ή ο Αριστοτέλης. Μόνο τα ίδια τους τα κείμενα μπορούν. Επίσης, ο Γκάνταμερ  ανέδειξε θριαμβευτικά, θα έλεγα, την αξία της πλατωνικής διαλεκτικής και το μεγαλείο της. Με τη μελέτη ενός φιλοσοφικού κειμένου λαμβάνουν χώρα δύο παράλληλοι εσωτερικοί διάλογοι: 

α. σε ένα φιλοσοφικό κείμενο που μελετάμε ανακαλύπτουμε απαντήσεις σε ερωτήματα που θέτουμε μέσα μας. Σε κάθε κείμενο που μελετάμε συμβαίνει αυτό, δηλαδή γεννιούνται εσωτερικές απορίες, ερωτήσεις και στο τέλος απαντήσεις (σωστές ή λάθος, δε μας ενδιαφέρει). Λαμβάνει χώρα δηλαδή ένας εσωτερικός διάλογος με τον εαυτό μας. Η νοητική κίνηση της πρόθεσης μεταξύ ερώτησης-απάντησης αποτελεί την εναλλαγή των λογικών προσδιορισμών μεταξύ θέσεων και αρνήσεων (κατά Χέγκελ). Πρόκειται για την απόλυτη δραστηριότητα του Ανώτερου Εαυτού μας. Μεταξύ ερώτησης και απάντησης κείται ξεκάθαρα ο πλατωνικός έρως, είναι η εκείνη η δύναμη που κινεί τις έννοιες από το θετικό στο αρνητικό και αντίστροφα προκειμένου να συσχετιστούν και να δημιουργήσουν τις βάσεις για περαιτέρω κατανόηση και εξέλιξη του απόλυτου νοήματος που δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι δυνάμεις που συνέχουν το πεπερασμένο με το άπειρο, το γνωστό με το άγνωστο, το συνειδητό με το ασυνείδητο, το χωρίς νόημα με το νοητό.

β. το δεύτερο είδος εσωτερικού διαλόγου ή διαλεκτικής που λαμβάνει χώρα, κατά τον Γκάνταμερ, είναι ο ανοιχτός διάλογος μεταξύ του ερμηνευτή και του υπ΄αυτού ερμηνευόμενου κειμένου. Ο μελετητής ενός έργου εγκαινιάζει έναν διάλογο με τον συγγραφέα με βάση τον οποίο λαμβάνει χώρα μια διαδοχική μετατόπιση μεταβολής θέσεων. Δηλαδή υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ο μελετητής ευθυγραμμίζεται με το πνεύμα του συγγραφέα και άλλες στις οποίες  ο μελετητής κάνει κριτική ή απορρίπτει θέσεις του συγγραφέα. Όπως στην πρώτη περίπτωση έχουμε εναλλαγή θέσεων των λογικών προσδιορισμών και εννοιών, έτσι και εδώ έχουμε την εσωτερική συνομιλία και διαδοχικές εναλλαγές θέσεων μεταξύ των δύο. Μεταξύ των δύο (μελετητή και κείμενο συγγραφέα) κείται πάντοτε μια αντικειμενική "αλήθεια" που δεν έχει συλληφθεί και είναι το ζητούμενο, ενώ η αλήθεια του συγγραφέα που κρύπτεται στο κείμενο δεν παρίσταται ακόμα ολοκληρωτικά στον μελετητή, παρά αποκαλύπτεται ανακαλυπτόμενη σταδιακά μόνο στη διαλεκτική σχέση που έχει λάβει χώρα. Η διαλεκτική αυτή σχέση είναι ήδη γεγραμμένη σε ιστορική βάση, κάτι που καθιστά την κίνηση των προσδιορισμών γεγονός. Όσο ο μελετητής λειτουργεί ως υποκείμενο που διερευνά το "αντικείμενο" κείμενο πάντοτε θα εμφιλοχωρούν η ιστορική του κατάσταση και οι κοινωνικές συνθήκες που πότε θα αλλοιώνουν την καθαρή πρόσληψη του νοήματος και πότε θα θέτουν ζητούμενα και νοηματοδοτήσεις που δεν είχε κάνει ο συγγραφέας. Όταν, όμως, ο μελετητής ατονήσει τη θυμική του φύση, παραδοθεί στην ερωτική διακίνηση των νοητικών προσδιορισμών και καταλαγιάσει κάθε κυριαρχική επιθυμία, αυτόματα βιώνει μια υποχώρηση της αίσθησης του χωρόχρονου και ακολούθως μια φαινομενική ή ουσιαστική έκλειψη του υποκειμένου του. Τότε συντελείται μια πνευματική δραστηριότητα εσωτερικής ανάπλασης και συσχέτισης των νοημάτων των δύο πλευρών συνιστώντας κάτι ανάμεσα στον υποκείμενο μελετητή και στο "αντικείμενο" κείμενο του συγγραφέα. 

Ο ερμηνευτής και ο ερμηνευόμενος, ο μελετητής και ο συγγραφέας διαλέγονται εσωτερικά και οι ερμηνείες τους συγχωνεύονται σε μια τρίτη ερμηνεία που είναι η συνισταμένη της κατανόησης του κειμένου από τον ερμηνευτή. Στο τέλος η εν λόγω τρίτη ερμηνεία ενσωματώνεται στον πνευματικό κόσμο του ερμηνευτή-μελετητή και έμμεσα στην εποχή του ως ένα υποσύνολο φιλοσοφικών θεωρήσεων μεταβάλλοντας την ιστορία. Θα ισχυριστεί ίσως κάποιος ότι τελικά όλα τα φιλοσοφικά κείμενα αποτελούν ζήτημα ερμηνείας. Αυτή η θέση μπορεί να γίνει αποδεκτή μόνο στον βαθμό που παραμένει κανείς σε μια υποκειμενική πρόσληψη της φιλοσοφίας ως θεωρητικολογίας. Η φιλοσοφία έχει τη θεωρητική της πλευρά αλλά κατεξοχήν είναι βίωμα, πρακτική ζωής.Ένα υψηλό φιλοσοφικό κείμενο αποτελεί μέρος της πρακτικής ζωής του ανθρώπου όταν τα νοήματά του δεν παραμένουν απλά ζητήματα ερμηνείας, αλλά μεταβάλλουν, όπως μας λέει και ο Γκάνταμερ, την ίδια την ιστορία, την φύση, την κοινωνία και τον πολιτισμό.  Όλα τα φιλοσοφικά κείμενα ευτυχώς είναι ανοιχτά σε ζητήματα ερμηνείας προκειμένου κάθε υποκείμενο να έχει τη δυνατότητα να βιώνει τη διαλεκτική αυτή σχέση μαζί του. Παράλληλα, όλα τα φιλοσοφικά συστήματα και πρακτικές έχουν και συγκεκριμένο αποσαφηνισμένο αντικειμενικό περιεχόμενο που έχει επιδράσει, επηρεάσει και διαμορφώσει τα πάντα, την κοινωνία, την τέχνη, τη θρησκεία, τον πολιτισμό, τον ίδιο τον άνθρωπο. Το συγκεχυμένο περιεχόμενο ενός φιλοσοφικού κειμένου επιδέχεται ερμηνειών μόνο από όσους το προσλαμβάνουν ως τέτοιο και λειτουργούν καθαρά υποκειμενικά, ιδιωτικά, ατομικά, βιολογικά. Αντίθετα, το συγκεκριμένο αντικειμενικό περιεχόμενο των εν λόγω κειμένων συλλαμβάνεται και βιώνεται μέσα στη ζωή από όσους έχουν κατορθώσει να καταστήσουν αραχνοϋφαντη κάθε υποκειμενική θεώρηση για τη ζωή. Δεν πρόκειται σαφώς για εξαφάνιση του υποκειμένου, αλλά για μεταμόρφωσή του σε ένα είδος υποκειμενικής αντικειμενικότητας.