ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΚΑΝΤ ΣΤΗ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΕΡΒΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΙΧΤΕ


 

Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου


Είναι αλήθεια ότι μετά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ο Καντ αποτελεί τον τρίτο μεγάλο σταθμό στην ιστορία της καθεαυτού φιλοσοφίας θέτοντας τις βάσεις για την ενδελεχή ανάλυση και την επιστημονική συγκρότηση της δομής του καρτεσιανού υποκειμένου. Ο Ντεκάρτ εγκαινίασε την στροφή από τη φιλοσοφία του αντικειμένου που ήταν η αρχαία ελληνική στη φιλοσοφία του υποκειμένου. Στο παρόν κείμενο η θεματική του προκείμενου ζητήματος θα περιοριστεί στον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από την κριτική φιλοσοφία που συγκρότησε ο Καντ στον υπερβατολογικό ιδεαλισμό του Φίχτε και την πειραματική διαλεκτική του.  

Ο Καντ συγκρότησε τους όρους και τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες έχουμε τη δυνατότητα να οικοδομήσουμε μια επιστημονικού χαρακτήρα βέβαιη φιλοσοφική γνώση. Πώς συγκρότησε την κριτική φιλοσοφία στη βάση του Λόγου που προϋπέθετε; Στην νεωτερική εποχή λαμβάνουν χώρα τρεις μεγάλοι φιλοσοφικοί σταθμοί. Εν αρχή, ο Ντεκάρτ εγκαθιδρύει τον προσδιορισμό του αντικειμένου μέσα από το εσωτερικό του υποκειμένου χωρίς να αναλύει τον τρόπο που πραγματοποιείται αυτό, οι Λοκ και Χιουμ αναδεικνύουν μεθοδικά τη σύσταση του υποκειμένου μέσα από τη διάσταση της εμπειρίας και του αντικειμένου, ενώ ο Καντ συνδυάζει τον καρτεσιανό ορθολογισμό με τον εμπειρισμό των δύο τελευταίων. Έτσι συγκροτεί την κριτική φιλοσοφία η οποία μετέρχεται την διάνοια που πηγάζει από το υποκείμενο και την αισθητικότητα που προέρχεται από τον αντικατοπτρισμό του αντικειμένου ή της εμπειρίας στις αισθήσεις.

Η κριτική φιλοσοφία του Καντ πραγματεύεται μεθοδικά την έννοια του φαινομένου. Τι είναι το καντιανό φαινόμενο; Είναι ολόκληρο το φιλοσοφικό πλαίσιο των εννοιών και των όρων της απόπειρας του νου ως υποκειμένου να προσδιορίσει την αληθινή καθεαυτή φύση ενός αντικειμένου (είτε εξωτερικού αντικειμένου είτε μιας συγκεκριμένης σκέψης για ένα εμπειρικό πράγμα). Την εσωτερική απόπειρα αυτή της διάνοιας ως υποκειμένου να προσδιορίσει δεδομένα της εμπειρίας μέσα στο φαινόμενο ο Καντ την ονομάζει Κρίση. Επειδή οι όροι και οι έννοιες, που θα γίνουν αντικείμενα πραγμάτευσης, κομίζουν βαθιά νοήματα που ίσως δυσκολέψουν τον αναζητητή, θα γίνει προσπάθεια να παρουσιαστεί με απλό τρόπο  ορίζοντας της εν λόγω ακολουθίας. 

Ο Καντ παρουσιάζει με σαφή τρόπο στην κριτική του καθαρού λόγου τη δομή του φαινομένου. Τι εμπεριέχει η δομή του καντιανού φαινομένου; Το φαινόμενο εμπεριέχει τρία στοιχεία: το υποκείμενο (η διάνοια που ενεργεί), το αντικείμενο και την παράσταση η οποία παράγεται από τη φαντασία με τα υπερβατικά σχήματα που προσλαμβάνει από την προσδιορίζουσα  διάνοια για να την συγκροτήσει (παράσταση). Μέχρι εδώ όλα διαφαίνονται σαφή. Ο Καντ θεωρεί ότι η εμπειρία αποτελεί την προϋπόθεση και τη βάση για κάθε μορφή γνώσης. Τι εννοούμε με τους δύο προαναφερθέντες όρους; Σε κάθε απόπειρα κατά την οποία το καντιανό υποκείμενο αποπειράται να προσδιορίσει ένα αντικείμενο ή μια εμπειρία: α. μέσω της αισθητικότητας συλλαμβάνει την a posteriori ή εμπειρική γνώση (σχήμα, όγκος, βάθος, ύψος, μέγεθος κλπ), β. μέσω της διάνοιας συλλαμβάνει  τα απριορικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν κάθε προσδιοριστική εποπτεία του, δηλαδή τις 12 κατηγορίες της (3 της ποσότητας, 3 της ποιότητας, 3 της αναφοράς και 3 του τρόπου). Για τη σύλληψη της a posteriori γνώσης η εμπειρία αποτελεί τη βάση, την απόλυτη πηγή της, ενώ για τη σύλληψη της a priori γνώσης αποτελεί την προϋπόθεση. Τι σημαίνει η δεύτερη εκδοχή; Ο Καντ ισχυρίζεται ότι οι a priori κατηγορίες της διάνοιας αποτελούν μια γνώση που συλλαμβάνεται μόνο για όσο διάστημα η διάνοια βρίσκεται μέσα στον χρόνο και τον χώρο προσδιορίζοντας ένα αντικείμενο ή μια εμπειρία. Όταν το υποκείμενο σταματά κάθε απόπειρα προσδιορισμού εξαφανίζεται κάθε δυνατότητα να προσεγγίσουμε την πηγή των a priori κατηγοριών. Έτσι, ο Καντ αποφαίνεται ότι είναι αδύνατον να συλλάβουμε με κάποιο τρόπο την αληθινή ουσία των πραγμάτων, τα πράγματα καθ εαυτά, γιατί ακόμα και τα a priori στοιχεία της διάνοιας του υποκείμενου νου μας εμφανίζονται μέσω της φαντασίας στην παράσταση από την ίδια την εμπειρία και όχι από κάποιον έξω από αυτήν κόσμο. Άρα, κατά τον Καντ, η σκέψη, η νόηση, ο νους ή το υποκείμενο "υπάρχουν" μόνο για όσο χρονικό διάστημα σε έναν χώρο μετερχόμαστε τις αισθήσεις μας. Όταν γίνεται λόγος για το πράγμα καθ εαυτό στην καντιανή φιλοσοφία εννοούμε την αιώνια αληθινή φύση των όντων (ή τις πλατωνικές ιδέες), δηλαδή για το τι ακριβώς αθάνατο ή αιώνιο υπάρχει σε κάθε εγκόσμιο ον που προσδιορίζουμε. Κάτι τέτοιο θεωρείται αδύνατον να πραγματοποιηθεί κατά την κριτική φιλοσοφία του Καντ.

Ο Φίχτε, ως υποστηρικτής του καντιανού κριτικισμού, αποπειράθηκε να αναδομήσει σε νέες βάσεις το κριτικό καντιανό σύστημα προκειμένου να συλλάβει την αθάνατη και αιώνια ουσία των πραγμάτων πέρα από την εμπειρία. Η προσπάθεια αυτή αποτέλεσε τη συνέχεια του πλατωνικού εγχειρήματος για τη σύλληψη της αληθινής γνώσης και της αιώνιας φύσης και δομής του Νου. Ο Φίχτε είναι ο πρώτος φιλόσοφος στη νεότερη εποχή και ο μόνος μαζί με τον Πλάτωνα που ανακαλύπτει τη λειτουργία της πλατωνικής διαλεκτικής συλλαμβάνοντάς την μέσα από τη φύση και τη δομή του νου. 

Προτού γίνει απόπειρα να εμβαθύνουμε στα επιμέρους ζητήματα μέσα στο ιδιαίτερα ποιοτικό έργο του Φίχτε <<Θεμέλιο της σύνολης επιστημολογίας>> που εκτίθεται η φιχτιανή θεωρία της επιστήμης, είναι πολύ σημαντικό να τονίσουμε ότι θα εστιάσουμε μόνο στο φιλοσοφικό σκέλος που σχετίζεται με την έρευνα και την ανακάλυψη του αιώνιου θεμελίου, της θεμελιώδης αρχής του Απόλυτου Εαυτού. Είναι τόσο πυκνός, ποιοτικά συστηματικός και τόσο μεστός ο φιλοσοφικός λόγος του Φίχτε που δεν υπάρχει ανάλογο προηγούμενο ως προς τη γεωμετρική μεθοδικότητά του. Οι έννοιες και ο τρόπος παραγωγής κάθε φιλοσοφικής θέσης χαρακτηρίζονται από μια λεπτεπίλεπτη συνέπεια, τάξη και συνοχή που είναι αδύνατον να παρατεθούν πολλά ζητήματα μαζί σε ένα κείμενο λίγων σελίδων. Ομολογουμένως, είναι πολύ λίγοι εκείνοι οι αναζητητές που έχουν κατανοήσει βαθιά ένα τόσο σπουδαίο φιλοσοφικό πόνημα, γιατί απαιτεί εμβριθή και βασανιστική αφοσίωση για να αποδώσει καρπούς η όποια κατανόηση.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Φίχτε ανακαλύπτει στην πλατωνική διαλεκτική την πρώτη από τις δύο αρχές που άπτονται της δομής του νου. Ανακαλύπτει, λοιπόν, ο Φίχτε δύο θεμελιώδεις δομές της συνείδησης: α. την αντίθεση ως άρνηση, και β. την αυτοαναφορικότητα. 

Στην πλατωνική διαλεκτική ο Φίχτε ανακαλύπτει σε κάθε απάντηση που δίνουν οι συνομιλητές του Σωκράτη ότι ο τελευταίος πάντοτε συμμερίζεται και παραδέχεται ένα μέρος των κρίσεων που εκφέρουν οι συνομιλητές του. Ο Σωκράτης αρχικά γενικώς αποδέχεται στη θέση τους ένα μέρος της ως αληθινό ή και ολόκληρη καμιά φορά την απάντηση. Έτσι συστήνει αυτόματα και τη δική του θέση ως άρνηση στην προηγούμενη θέση του συνομιλητή του εμπερικλείοντας την παραδοχή του ως προκείμενη ή συνιστώσα. Σε κάθε πλατωνικό διάλογο συναντάμε πάμπολλες θέσεις και αρνήσεις που χτίζουν εσωτερικά θεμελιωμένη γνώση. Κάθε φορά σε κάθε τους απάντηση ο Σωκράτης, παρόλο που μπορεί η απάντηση να είναι λανθασμένη, βρίσκει ένα υποσύνολό τους ορθό. Όσο προχωρά ο διάλογος ο Σωκράτης μέσα από τις απαντήσεις τους αποσπά την παραδοχή τους σε μια επιμέρους αλήθεια που έχουν οι προτάσεις τους. Αυτή η διαδικασία αποτελεί την διαλεκτική ως μια αρνητική μάζωξη της ορθής αληθινής ουσίας των παραδοχών  τους, δηλαδή μέσω της διαλεκτικής ο Σωκράτης "μαζεύει" με ενσυνείδητο τρόπο υποσύνολα επιμέρους αληθειών μέσα από αντιφατικές ή και τις λανθασμένες τους απόψεις. Ολόκληρη η διαδικασία της διαλεκτικής στηρίζεται σε ένα είδος νοητικής ενόρασης του υποκειμένου (αποτελεί εκδήλωση της απόλυτης δραστηριότητας του Απόλυτου Εαυτού κατά Φίχτε, και αναλύεται παρακάτω), δηλαδή ο Σωκράτης γνωρίζει από την αρχή τι ακριβώς κάνει και πώς θα οικοδομήσει τη αλήθεια που ήδη μέσα του κατέχει. Στην διαλεκτική πορεία πολλές φορές μπορεί να τύχει οι απαντήσεις να αποπροσανατολίζουν ή να αλλάζουν την κατεύθυνση της συζήτησης, ωστόσο αυτό που θα κυριαρχήσει στην  διαλεκτική πορεία θα είναι ο Λόγος και η ανάδειξη της ίδιας της προϋποτιθέμενης από αυτόν αλήθειας. Όταν η διαλεκτική, ως αρνητική διαδικασία συλλογής αληθειών, συστήσει έναν επαρκή λογικό αδιαμφισβήτητο στην επιχειρηματολογία συλλογισμό ή μια ολοκληρωμένη φιλοσοφική λογικά δομημένη γνώση συνάμα αποδεκτή από όλους, τότε τελειώνεται και λαμβάνει τα χαρακτηριστικά της θετικής θεωρησιακής φιλοσοφίας, δηλαδή καθίσταται μια αληθής απόλυτη γνώση καθεαυτή. 

Ας κατανοήσουμε στη συνέχεια πώς εννοεί την αυτοαναφορικότητα ως δομής του νου ο Φίχτε η οποία θα αναδειχθεί μέσα από την συγκροτημένη αποτύπωση της δόμησης ολόκληρου του φιχτεϊκού συστήματος της επιστημολογίας του. Ο Φίχτε αναδιαμορφώνει ολόκληρο το καντιανό κριτικό σύστημα στη βάση της πειραματικής του διαλεκτικής. Είναι αναμφισβήτητα ο πρώτος διαλεκτικός των νέων χρόνων και ο θεμελιωτής της νεωτερικής διαλεκτικής. Το σύστημά του διαρθρώνεται από 5 θεμελιώδεις αρχές: 

                        

α. Ο Απόλυτος  Εαυτός εκκινεί θέτοντας απόλυτα την ύπαρξή του.

β. Ο Μη-Εαυτός αντιτίθεται απόλυτα στον Απόλυτο Εαυτό.

γ. Εντός του Απόλυτου Εαυτού (α) αντιπαρατίθενται μεταξύ τους δύο εαυτοί: ένας διαιρετός πεπερασμένος Εαυτός απέναντι σε ένα διαιρετό πεπερασμένο Μη-Εαυτό.

δ. Ο διαιρετός πεπερασμένος Εαυτός θέτει τον διαιρετό  Μη-Εαυτό ως περιορισμένο στον διαιρετό πεπερασμένο Εαυτό (περιορισμένος ο Μη-Εαυτός).

ε. Ο διαιρετός πεπερασμένος Εαυτός θέτει τον εαυτό του ως καθορισμένο από τον Μη-Εαυτό (περιορισμένος ο Εαυτός).


Ας αναλύσουμε τις 5 αρχές και τα νοήματα που συγκροτούν το θεμέλιο της επιστημολογίας. Γίνεται παραπάνω λόγος για "Εαυτό". Είναι το ίδιο με το ΕΓΩ ή το υποκείμενο πνεύμα. Α. Ο απόλυτος εαυτός είναι η αθάνατη φύση του ανθρώπου, κάτι που θα δειχθεί παρακάτω. Β. Ο μη-εαυτός είναι ολόκληρος ο αισθητός κόσμος των αντικειμένων, των εμπειριών, των γνωστών και άγνωστων νόμων που τον διέπουν αλλά και όλων των νοημόνων όντων (ορατός ή αόρατος) μέσα στον χώρο και τον χρόνο (δε θα μιλήσουμε για την φιχτεϊκή πρόσληψη του χρόνου που έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον). Γ. Μέσα στον αιώνιο Απόλυτο Εαυτό (θα αποδειχτεί παρακάτω η αιώνια φύση του) υπάρχουν: ένας διαιρετός πεπερασμένος Εαυτός και ένα διαιρετός πεπερασμένος Μη-εαυτός. Εδώ ο διαιρετός εαυτός σχετίζεται με τον διαιρετό μη-εαυτό, κάτι που δεν γίνεται στους απόλυτους (α=εαυτός και β=μη-εαυτός). Δ. Στην δ περίπτωση ο διαιρετός εαυτός περιορίζει τον διαιρετό μη-εαυτό, δηλαδή το υποκείμενο επηρεάζει και διαμορφώνει τον κόσμο. Ε. Ο διαιρετός πεπερασμένος εαυτός περιορίζεται από τον μη-εαυτό, δηλαδή το υποκείμενο επηρεάζεται και διαμορφώνεται από τον κόσμο. Από την πέμπτη αρχή και μετά, όταν ο διαιρετός εαυτός (το υποκείμενο, ο νους που έχουμε) αρχίζει να περιορίζεται από τον μη-εαυτό (τον κόσμο) λαμβάνουν χώρα διάφορες παραγωγές δράσεων και ενεργειών. Όσο ο διαιρετός πεπερασμένος Εαυτός δεν βρίσκεται υπό περιορισμό από τον μη-εαυτό (από α μέχρι και δ ο διαιρετός εαυτός εν δυνάμει συνυπάρχει με τον απόλυτο) παραμένει μια αφηρημένη, άγνωστη και απροσδιόριστη αρχή στον δικό μας διαιρετό εαυτό (αυτόν που διαβάζει αυτή τη στιγμή αυτές τις σειρές). Από τη στιγμή που ο διαιρετός πεπερασμένος Εαυτός μας θα περιοριστεί από τον Μη- εαυτό καθίσταται ο τωρινός σκεπτόμενος και συναισθανόμενος νους μας. 

Ας δούμε τι συμβαίνει. Ο χρόνος και ο χώρος από το α μέχρι και το γ δεν υφίστανται με την πρόσληψη του "εδώ ή εκεί", του "πριν ή μετά".  Κατά την αρχή ή κατάσταση του δ, δηλαδή από το πέρασμα του κυρίαρχου διαιρετού Εαυτού στον περιορισμό του από τον Μη-Εαυτό έχουμε μια μετάβαση του Εαυτού από την απόλυτη ενότητά του με τον Απόλυτο Εαυτό στο όλον (εισαγωγή της κατηγορίας της ποσότητας = ύλη) και από την απόλυτη πραγματικότητά του στον περιορισμό (εισαγωγή της κατηγορίας της ποιότητας = μορφή). Κατά τον Φίχτε, κάθε περιορισμός της πραγματικότητας του Εαυτού παράγει τη φαντασία από τον τελευταίο. Η φαντασία αυτόματα παράγεται ως ποιοτικός περιορισμός προσδιορισμού του υποκειμένου μέσα στον χωρόχρονο. Η φαντασία ως ένα σύνολο παραγωγικών δομών συμπεριλαμβάνει τις δομές της αίσθησης, της αντίληψης ως εποπτείας, της διάνοιας, της ενόρμησης, των συναισθημάτων και του πόθου. Η φαντασία και όλες οι δομές της αποτελούν τις πρακτικές δομές του νου, ενώ η αντίθεση ως άρνηση και η αυτοαναφορικότητα τις θεωρητικές δομές του νου. 

Ας δούμε τα διαλεκτικά στοιχεία της επιστημολογίας και τον τρόπο που κατανοείται το όλον της θεωρίας της επιστήμης του Φίχτε. Όταν ο διαιρετός εαυτός καθορίζεται ή διαμορφώνεται από τον Μη-Εαυτό, ο εαυτός πρέπει να αυτοπεριοριστεί και αυτός ο περιορισμός είναι  δυνατός μόνο αν αποκλείσει κάτι από τον εαυτό του και αποδώσει στον μη-εαυτό αυτό που ο ίδιος αποκλείει από τον εαυτό του εφόσον είναι περιορισμένος, Το να περιορίζεται κανείς σημαίνει να μην χαρακτηρίζεται με βάση ένα σύνολο κατηγορημάτων, εφόσον αποδίδει τα κατηγορήματα αυτά στον μη-εαυτό. Ας σκεφτούμε. Πώς είναι δυνατόν να περιορίζει ο μη-εαυτός τον εαυτό εφόσον μόνο ο τελευταίος είναι υποκείμενο και μόνο αυτός μπορεί να επιτελέσει την συσχέτιση; Άρα, ο περιορισμός δεν μπορεί να επιβληθεί από τον παθητικό μη-εαυτό (αντικείμενος κόσμος). Μήπως ο εαυτός είναι αυτός που θέτει τον περιορισμό του; Και αυτή η εκδοχή φαίνεται αδύνατη. Πώς είναι δυνατόν να επιζητά τον αυτοπεριορισμό του ένας εαυτός και να μην θέλει να παραμένει ανεξάρτητος και ελεύθερος ως πνεύμα; Μπορούμε να είμαστε σε θέση να ισχυριστούμε ότι έχουμε επίγνωση ή θυμόμαστε ότι θελήσαμε εμείς οι ίδιοι να ενσαρκωθούμε περιοριζόμενοι στον χώρο, τον χρόνο και στην πεπερασμένη φανταστική λειτουργία του νου; Ο Φίχτε ισχυρίζεται ότι ούτε ο εαυτός ούτε ο μη-εαυτός θέτει τις βάσεις κάθε περιορισμού, αλλά η Απόλυτη δραστηριότητα του Απόλυτου Εαυτού (του δαίμονά μας κατά Πλάτωνα, της Ενάδας μας κατά Πρόκλο, του απόλυτα αδιάφορου κατά Σέλινγκ, του απόλυτου πνεύματος κατά Χέγκελ κλπ). Η εγκαθίδρυση μιας τέτοιας σχέσης περιορισμού του εαυτού από τον ίδιο τον εαυτό του δεν μπορεί να επιτευχθεί από τον ήδη περιορισμένο εαυτό, αλλά από τον ΑΠΟΛΥΤΟ ΕΑΥΤΟ επειδή δεν είναι περιορισμένος. Άρα, η δυνατότητα συσχέτισης ή περιορισμού του εαυτού με τον μη-εαυτό εξηγείται από μια απόλυτη δραστηριότητα του Απόλυτου εαυτού. 

Η απόλυτη δραστηριότητα του Απόλυτου Εαυτού που παρεμβάλλεται και διαμεσολαβεί ταυτίζεται με τον περιορισμό του εαυτού. Εδώ διαφαίνεται η χαρακτηριστική λειτουργία του Απόλυτου Εαυτού που είναι να διαμεσολαβεί δύο περιορισμένες καταστάσεις (δ,ε). Η απόλυτη αυτή δραστηριότητα περιορισμού μεταξύ των δύο που εγκαθιδρύει ο ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΕΑΥΤΟΣ λύεται και αίρεται όταν ο ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΕΑΥΤΟΣ έχει φέρει εις πέρας και έχει εκπληρώσει τη λειτουργία που χαρακτηρίζει την ίδια τη φύση του, την ολοκληρωμένη και πλήρη καθορισμένη διαμεσολάβηση μεταξύ των δύο (εαυτός-μη εαυτός). Η πληρότητα επέρχεται όταν έχουν εξαντληθεί όλες οι δυναμικές συσχετίσεις και αναπτυξιακές διακρίσεις μεταξύ των δύο. Όμως, αν έχουμε επίγνωση των ανωτέρω προαναφερομένων, θα διαπιστώσουμε ότι αυτή η απόλυτη δραστηριότητα του ΑΠΟΛΥΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ δεν αποτελεί μια διαδικασία που πρέπει υποτίθεται να φέρει κάθε φορά εις πέρας για χάριν κάποιου σκοπού, αλλά είναι η ίδια η δομική θεμελιώδης λειτουργία του απόλυτου εαυτού ως ΑΠΕΙΡΟΥ ΝΟΥ, ΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ να θέτει και να άρει περιορισμούς εις το άπειρο χάριν του ίδιου του εαυτού του (αυτοαναφορικότητα). Έτσι, ο Φίχτε αρνείται την ύπαρξη του πράγματος καθ εαυτού και βρίσκει ως αληθινά υπαρκτό μόνο το Απόλυτο Εγώ (ή Απόλυτος Εαυτός ή απόλυτος νους), όπως ισχυρίζεται και ο Χέγκελ ότι η αληθινή "ύπαρξη" είναι το απόλυτο πνεύμα, η απόλυτη ιδέα. Αυτή η θεμελιώδης δομή του νου με τα χαρακτηριστικά της αντίθεσης και της αυτοαναφοράς, η οποία λειτουργεί εις το άπειρο  και αναλύεται από τον Φίχτε μέσα στον περιοριστικό ρόλο της φαντασίας μέσω της απόλυτης δραστηριότητας του Απόλυτου Εαυτού αναδεικνύει προδρομικά τις πρώτες θεμελιακές υπαρξιστικές και φαινομενολογικές αναλύσεις του φιλοσόφου για τον χαρακτήρα και τη δράση της ενόρμησης, των συναισθημάτων και του πόθου στο δυναμικό της βούλησης και του ασυνείδητου.  Σχετικά με τις βάσεις που έθεσε ο Φίχτε για την εμφάνιση φαινομενολογικών και υπαρξιστικών ρευμάτων μπορεί κανείς να διαβάσει την ανάρτηση ΕΝΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΠΛΟΗΓΗΣΗΣ - ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΕΡΒΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟ ΣΤΗ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΥΠΑΡΞΙΣΜΟ

Κάθε καθορισμένη κατάσταση του νου ως ΑΠΟΛΥΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ που λαμβάνει χώρα μετά από κάθε άρση του περιορισμού συνεχίζεται σε κάθε επόμενη εξελικτική απόλυτη δραστηριότητα. Κάθε διαμεσολάβηση ή περιορισμός που επιτελείται από τον Απόλυτο Εαυτό ανάμεσα σε εαυτούς και μη-εαυτούς επιτυγχάνει αλλεπάλληλους καθορισμούς καταστάσεων που συγκροτούν τη διάσταση του χρόνου. Μέσα από την ανάλυση του Φίχτε για τη λειτουργία της φαντασίας ως αιτιατό του τεθέντος περιορισμού αποτυπώνεται η χρονική δομή του νου που αποτελεί  ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά κάθε δυνατής σύλληψης του εαυτού. Ο νους, κατά τον Φίχτε, συλλαμβάνει τον εαυτό του μόνο στη χρονική ακολουθία όλων των καταστάσεών του. Δηλαδή ο Απόλυτος Εαυτός κάθε φορά βυθίζει την απόλυτη δραστηριότητά του ως νου  μέσα σε μια χωροχρονική ακολουθία, προκειμένου να συλλάβει τον εαυτό του. Αλλά επειδή ο εαυτός του είναι άπειρος, η διαδικασία διαρκεί εις το άπειρο.