ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΦΟΪΕΡΜΠΑΧ - Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ


Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου


Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ (1804 -1872), μαθητής και θαυμαστής του Χέγκελ,  εμπνεόμενος από την εγελιανή φιλοσοφία ανέπτυξε ως βάση του συστήματός του ζητήματα που σχετίζονται με την φύση του θεού και του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Φόιερμπαχ, η θρησκεία είναι μια ασυνείδητη κατασκευή του ανθρώπου για να κατανοήσει τον εαυτό του και τη φύση του θείου. Στους αναγνώστες εκείνους που δεν γνωρίζουν τα μυστικά του φιλοσοφικού τρόπου η θέση αυτή φαντάζει ως πρόθεση του Φόιερμπαχ για τη φιλοσοφική δημιουργία μιας θεώρησης πρόσκαιρου υποκειμενικού χαρακτήρα. Αντίθετα, η δομή και η ουσία της φιλοσοφίας του αποτελεί μια κατανοητική ανάλυση και μια νεωτερικού τύπου λογική ερμηνεία τόσο του εγελιανού συστήματος όσο και νεοπλατωνικών αφηγήσεων περί θεών σε ένα αντίστροφο πλαίσιο.

Γράφει στο τρίτο κεφάλαιο του έργου του  Ουσία του Χριστιανισμού:

"Η θρησκεία είναι ο διχασμός ίου ανθρώπου με τον εαυτό του: θέτει το θεό ως ένα ον αντιτιθέμενο npos τον ίδιο. Ο θεός δεν είναι αυτό που είναι ο άνθρωπος, ο άνθρωπος δεν είναι αυτό που είναι ο θεός. Ο θεός είναι το άπειρο και ο άνθρωπος το περατό ον- ο θεός είναι τέλειος, ο άνθρωπος ατελής- ο θεός αιώνιος, ο άνθρωπος εν τω χρόνω· ο θεός παντοδύναμος, ο άνθρωπος αδύναμος- ο θεός ιερός, ο άνθρωπος αμαρτωλός. Ο θεός και ο άνθρωπος είναι [μεταξύ τους] άκρα: ο θεός το πολύ απλά θετικό, το σύνολο όλων των πραγματικοτήτων, ο άνθρωπος το πολύ απλά Αρνητικό, το σύνολο όλων των μηδαμινοτήτων. 

Αλλά ο άνθρωπος εξαντικειμενικεύει στη θρησκεία τη δική του μυστική ουσία. Πρέπει λοιπόν να αποδειχτεί ότι αυτή η αντίθεση, αυτός ο διχασμός θεού και ανθρώπου, με τον οποίο ξεκινά η θρησκεία, είναι ένας διχασμός του ανθρώπου με τη δική του ουσία.

Η εσωτερική αναγκαιότητα αυτής της απόδειξης προκύπτει ήδη από το ότι, εάν πραγματικά το θείο ον, το οποίο είναι αντικείμενο της θρησκείας, ήταν ένα άλλο από το ον του ανθρώπου, τότε δεν θα μπορούσε διόλου να πραγματοποιηθεί μια διαίρεση, ένας διχασμός. Εάν ο θεός είναι πραγματικά ένα άλλο ον, τότε τι με νοιάζει η τελειότητά του; Ο διχασμός λαμβάνει χώρα μόνο μεταξύ δύο όντων τα οποία έχουν περιέλθει σε μεταξύ τους έριδα, αλλά πρέπει, και μπορούν, να είναι ένα, ώστε κατ' ουσίαν, κατ' αλήθειαν είναι ένα. Ήδη λοιπόν γι αυτόν το γενικό λόγο πρέπει εκείνο το ον με το οποίο ο άνθρωπος αισθάνεται διχασμένος να είναι ένα ον εγγενές σε αυτόν, αλλά ταυτόχρονα ένα ον διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας από εκείνο το ον ή εκείνη τη δύναμη η οποία του παρέχει το αίσθημα, τη συνείδηση της συμφιλίωσης, της ενότητας με το θεό ή, πράγμα που είναι το αυτό, με τον ίδιο τον εαυτό του.

Το ον αυτό δεν είναι άλλο από τη νόηση - το Λόγο ή τη διάνοια. Ο θεός ως άκρο του ανθρώπου, νοούμενος ως μη ανθρώπινο, δηλαδή ως εμπρόσωπο ανθρώπινο ον, είναι η εξαντικειμενικευμένη ουσία της διάνοιας. Το καθαρό, τέλειο, εντελές θείο ον είναι η αυτοσυνείδηση της διάνοιας, η συνείδηση της διάνοιας για τη δική της τελειότητα. Η διάνοια δεν γνωρίζει τίποτε για τα πάθη της καρδιάς· δεν έχει επιθυμίες, δεν έχει πάθη, δεν έχει ανάγκες και ακριβώς γι αυτόν το λόγο δεν έχει ελλείψεις και αδυναμίες όπως η καρδιά. Καθαρά διανοητικοί άνθρωποι, άνθρωποι οι οποίοι απεικονίζουν και προσωποποιούν για εμάς την ουσία της διάνοιας, αν και με μονόπλευρη, αλλά ακριβώς γι αυτόν τον λόγο χαρακτηριστική προσδιοριστικότητα, είναι υπεράνω των θυμικών βασάνων, των παθών, των ακροτήτων των συναισθηματικών ανθρώπων- δεν είναι παθιασμένα συνεπαρμένοι για κανένα περατό, δηλαδή για κανένα συγκεκριμένο αντικείμενο- δεν «υποθηκεύονται»· είναι ελεύθεροι. «Να μη χρειάζομαι τίποτε, και μέσα από αυτή την έλλειψη ανάγκης να μοιάζω στους αθάνατους θεούς»· «να μην υποτάσσομαι στα πράγματα αλλά να υποτάσσω τα πράγματα»· «τα πάντα ματαιότης» - αυτές και παρόμοιες ρήσεις είναι συνθήματα αφηρημένων διανοητικών ανθρώπων. Η διάνοια είναι η ουδέτερη, η αδιάφορη, η αδιάφθορη, η ατύφλωτη ουσία εντός μας - το καθαρό, απαθές φως της νόησης. "


Όταν ο Φόιερμπαχ ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος είναι εκείνος που δημιούργησε τον θεό, δεν εννόησε την ανυπαρξία του θεϊκού στοιχείου, αλλά την ύπαρξη του θείου όντος ως καθαρής νόησης και η τελευταία δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά την υψωμένη στον ουρανό ανθρώπινη φύση. Ο άνθρωπος, κατά τον Φόιερμπαχ, και μάλιστα ο θρησκευόμενος άνθρωπος, δημιουργεί τον "εξωτερικό" θεό της θρησκείας με την έννοια ότι ασυνείδητα προσδίδει και προβάλλει σε ένα κατασκευασμένο έξω από αυτόν θεϊκό πρότυπο δικές του νοητικές ιδιότητες και χαρακτηριστικά, όπως την εσωτερική ιδέα της τελειότητας, τη δικαιοσύνη, την αγάπη, την πρόνοια και άλλες θείες αρετές που έχουν προέλευση από την ουράνια ανθρώπινη φύση του.

Ο άνθρωπος  που πιστεύει είναι εκείνος που ασυνείδητα διχάζει την δική του μοναδική υπόσταση διακρίνοντας στον σάρκινο εαυτό του τα εμπαθή και ατελή στοιχεία ενώ όλα τα αρεταϊκά και ουράνια στον θεό των θρησκειών. Ο θρησκευόμενος άνθρωπος, κατά τον Φόιερμπαχ, είναι αυτός που αγνοεί την αληθινή ανθρώπινη θεία φύση του και η πίστη την οποία μετέρχεται για να ερμηνεύει τον κόσμο και τον εαυτό του πηγάζει από την αδυναμία να σκέφτεται ή να νοεί καταφεύγοντας σε θρησκευτικές δοξασίες, τελετές, μυστικιστικές μυήσεις, πίστεις σε "θαύματα" με υιοθέτηση εξωτερικών συμβόλων και στερεότυπων προσευχών, κάτι που συμβαίνει σε κάθε εποχή, όπως και στην σημερινή. Επομένως, γίνεται μια διάκριση μεταξύ του ανθρώπου που πιστεύει και εκείνου που σκέφτεται, διάκριση της θρησκείας ως ψευδαίσθησης και της φιλοσοφίας ως ορθολογικού τρόπου κατανόησης του κόσμου και του εαυτού. Κάθε θρησκεία, λοιπόν, είναι μια αντεστραμμένη ανθρωπολογία.

Η θρησκεία δηλαδή αποτελεί το σύνολο των σχέσεων του ανθρώπου με την ίδια του την ύπαρξη, η οποία αντιμετωπίζεται από τον θρησκευόμενο ως μια άλλη ύπαρξη διαφορετική από αυτόν. Ο πιστός αγνοεί, μας γράφει ο Φόιερμπαχ, ότι πρώτα ο άνθρωπος ανυψώνεται στον ουρανό και στη συνέχεια κατέρχεται ως θείο πνεύμα, ως καθαρή νόηση διασπαρμένη μέσα στον αισθητό κόσμο. Η έννοια του "θείου" στον Φόιερμπαχ έχει τη διάσταση του Νόησης ως ιδιότητας του ανθρώπου. 

Ο Φόιερμπαχ (feuer + bach = πύρινος ποταμός) ανέπτυξε ζητήματα για τη φύση της θεότητας που είχαν τεθεί κατά πρώτον από τον Πρόκλο με τις Ενάδες με κωδικοποιημένο τρόπο στην πλατωνική θεολογία του οικοδομώντας ένα φιλοσοφικό σύστημα θείων όντων που αντιστοιχούν στις θείες φύσεις του Φόιερμπαχ. Οι θείες αυτές φύσεις λειτουργούν ως εξαφανιζόμενο μέγεθος κάθε φορά που το τελευταίο σκαλοπάτι του είναι τους ενσαρκώνεται ως άνθρωπος και το αντίστροφο. Επίσης ανάλογα θέματα έχουν γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης από τον Χέγκελ στη "φαινομενολογία του πνεύματος" με την πορεία που ακολουθεί το Απόλυτο πνεύμα από την καθεαυτή θεία φύση του στο ανθρώπινο νοητικό επίπεδο επιστρέφοντας πάλι στον εαυτό του μέσα από την υπερσυνειδητή αυτοσυνείδητη φύση που ξεπηδά από τον άνθρωπο.