ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΤΟ ΜΗΔΕΝ, ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ



Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου 

Οι πιο σοβαρές φιλοσοφικές και όχι μόνο συζητήσεις πραγματοποιούνται όταν γίνεται λόγος για τον θάνατο. Ουσιαστικά όλη η ζωή του ανθρώπου, ο ανθρώπινος πολιτισμός, οι επιλογές του ανθρώπου και όλοι οι μέθοδοι ή θεωρήσεις για την αντιμετώπιση των κάθε είδους προβλημάτων κρίνονται άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ασυνείδητα στο πεδίο της πρόσληψης του θανάτου. Στην προσπάθειά μας να εισέλθουμε στην προκείμενη θεματική του θανάτου συναντούμε τους όρους "μηδέν" και "είναι". Και οι δύο αυτοί μεγάλου βάθους φιλοσοφικοί όροι αποκτούν σε κάθε φιλοσοφικό σύστημα, σε κάθε φιλόσοφο, ένα ιδιαίτερο διαφοροποιημένο νόημα. Σε κάθε δηλαδή περίπτωση η νοηματοδότηση των δύο όρων ποικίλλει ανάλογα με το αναφορικό πεδίο ανάπτυξης που επιχειρείται από κάθε φιλόσοφο. Στο παρόν κείμενο θα αποπειραθεί να αποδοθεί μια συσχέτιση του "μηδενός" και του "είναι"  με το φαινόμενο του θανάτου. 

Περί του μηδενός, δηλαδή του "τίποτα" έχει γίνει λόγος από τον Παρμενίδη, ο οποίος ξεκάθαρα ισχυρίζεται με βεβαιότητα ότι το "μηδέν" είναι ανύπαρκτο. Αφορμώμενοι από τη θέση του Παρμενίδη μας προσφέρεται πεδίο λαμπρό ώστε να αναπτύξουμε εν λόγω μια ενδιαφέρουσα σύλληψη της έννοιας του μηδενός πάντοτε σε σχέση με το "είναι". Για όσους θέλουν να ξαναθυμηθούν, έστω και με έναν εναλλακτικό τρόπο, την έννοια του "είναι", αναφέρουμε ότι πρόκειται για οτιδήποτε μπορεί να "άρχει" αιώνια και παράλληλα να νοείται ως λογική νοητή δομή κατανόησης του "δημιουργημένου" ή φαινομενικού κόσμου.

Μηδέν και Είναι. Δύο φιλοσοφικοί όροι με βάση τους οποίους επιχειρήθηκαν και συγκροτήθηκαν τα σπουδαιότερα φιλοσοφικά έργα τόσο της αρχαίας (από τους προσωκρατικούς μέχρι τον Παρμενίδη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη) όσο και της νεότερης-σύγχρονης εποχής (από τον Καρτέσιο και τον Σπινόζα μέχρι τους Γερμανούς ιδεαλιστές και τους φαινομενολόγους). Στην περίπτωσή μας στο εν λόγω κείμενο θα παρατεθεί μια ιδιάζουσα φιλοσοφική καθαρά ορθολογική κατανόηση των δύο ανωτέρω με το φαινόμενο του θανάτου.

"Μηδέν, Είναι και Θάνατος", λοιπόν. Δηλαδή τα πάντα. Το να μην υπάρχει κάτι (Μηδέν = τίποτα), να υπάρχει κάτι (Είναι = ύπαρξη ή ιδέα) και η ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ των δύο (θάνατος = μια μεταβατική διάσταση της σχέσης των δύο). Η πρώτη εντύπωση που σχηματίζεται στον κοινό νου όταν προβάλλει μπροστά μας το φαινόμενο του θανάτου και η αντιμετώπισή του από τον εαυτό μας φαντάζει ξεκάθαρα ματαιόδοξη, αποκαθηλωτική της ζωής. Όταν έρχεται ο θάνατος, όλα τελειώνουν για τον κοινό νου, διαφαίνεται το τέλος και η "ανυπαρξία" του όντος που πριν υπήρχε. Το Μηδέν, το τίποτα στο οποίο "οδηγείται" μια ύπαρξη συγκλονίζει τον οποιοδήποτε κοινό νου. Σαφώς όμως πρόκειται για μια παρατηρητική απατηλή θεώρηση του κοινού νου με θεμέλιο τον χρόνο. Αυτή η νοητική ματιά, αν προσέξουμε, αποδίδει στο μηδέν χρονικούς ορίζοντες οι οποίοι δεν σχετίζονται με τη φύση του Μηδενός. Το Μηδέν δεν δύναται να οριστεί με βάση την προκατειλημμένη από εμάς έννοια της έγχρονης "ύπαρξης". Το να "υπάρχει" κάτι, είναι διαφορετικό από το να άρχει κάτι. Το να "άρχει" κάτι σημαίνει ότι είναι εκείνο που ορίζει την ίδια την εαυτότητά του και τους όρους σύμφωνα με τους οποίους "άρχει". Το να "υπάρχει" κάτι σημαίνει κάτι διαφορετικό. Η "ύπαρξη", εκείνο που υπ-άρχει δηλαδή, δεν ορίζει κανέναν από τους όρους κάτω από τους οποίους υπόκειται σε μεταβολή και εξέλιξη. Κάθε "υποκείμενο" συγκροτείται μόνο ετερόνομα, δηλαδή καθίσταται αυτόχρημα διαρκώς εξελισσόμενη αντικειμενική συνείδηση μεταβολών επειδή υπάγεται σε κανόνες που εγκαθιδρύονται κάθε στιγμή και σε κάθε συνθήκη από μια άπειρη συνάρτηση σχέσεων που θεμελιώνονται στον κόσμο των μορφικών και νοητικών φαινομένων. Το υποκείμενο, δηλαδή, δεν αποτελεί υπόσταση, αλλά δραστηριότητα εν εξελίξει, όπως πολύ ωραία ισχυρίζεται ο Φίχτε. 

Είθισται οι αφιλοσόφητοι άνθρωποι, που επιζητούν και προσλαμβάνουν το "υπαρκτό" μόνο στον κόσμο της ανάπτυξης των φυσικών και υλικών φαινομένων, να μετέρχονται τις δύο έννοιες, το ΜΗΔΕΝ και το ΕΙΝΑΙ, αποξενωμένες μεταξύ τους αποκλείοντας ασυνείδητα κάθε λογική συναρτησιακή συσχέτιση που μπορεί να εγκαθιδρύεται ανάμεσά τους. Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Όταν επισημαίνει ο Παρμενίδης ότι το μηδέν δεν "υπάρχει", σαφώς εννοεί εκείνο που δεν λαμβάνει ποτέ μέσα στην αιωνιότητα χώρα στην ύπαρξη με την κοινή έννοια, δηλαδή χώρα στο Είναι (πράγμα, σκέψη, λόγος, έννοια κλπ). Το παρμενίδειο μηδέν έχει άλλη προσδιοριστική συγκρότηση σε σχέση με το εγελιανό μεθοδολογικού χαρακτήρα μηδέν. Είναι πολύ σημαντικό να κατανοηθεί ο προηγούμενος παρμενίδειος λόγος, γιατί θα αποτελέσει την αφορμή για τη λογική μας επιχειρηματολογία. Καθώς, λοιπόν, δεν δύναται κάτι να αποκτήσει "ύπαρξη" από το τίποτα (Μηδέν), πώς δύναται να ισχυριζόμαστε ότι ο θάνατος ταυτίζεται με την ανυπαρξία, τη μηδαμινότητα του "όντος" τη στιγμή που πρόκειται για ένα ήδη ον; Το "τίποτα" παραμένει πάντοτε ένα τίποτα, κάτι το ακατανόητο.Ένας τέτοιος ισχυρισμός, δηλαδή ότι με τον θάνατο τελειώνουν όλα, είναι και αντιφατικός αλλά και μη λογικός. Είναι αδύνατον να υπαχθεί στον κόσμο του μηδενός, του "τίποτα" δηλαδή, κάτι που γεννιέται ή πεθαίνει, ένα ον που ξαφνικά εγείρεται και δρα στον αισθητό κόσμο της ζωής εν κινήσει, εν ενεργεία, εν λόγω. Είναι αδύνατον κάτι να προέλθει από το απόλυτο "τίποτα", γιατί αν πραγματικά αποδεχτούμε τη θέση ότι ερχόμαστε από το τίποτα και πηγαίνουμε στο τίποτα, τότε το ίδιο το "τίποτα" ήδη έχει καταστεί κάποιο ΕΙΝΑΙ. Το παραμικρό ΕΙΝΑΙ αποκλείει καθεαυτό έτσι ξεκάθαρα κάθε μορφή μηδενός ως τίποτα.  Άρα, η προσδιορισμένη στον κοινό νου ανυπαρξία του όντος πριν από τη γέννηση και μετά τον  θάνατο είναι φαινομενική, μια απατηλή θεώρηση που κατασκευάζει εσωτερικά η κοινή διάνοια που καθιστά πάντοτε υπαρκτό μόνο οτιδήποτε υποπίπτει στον έλεγχο των αισθήσεων και του υποατομικού κόσμου. Οτιδήποτε γεννιέται ή πεθαίνει σαφώς δεν προέρχεται από το παρμενίδειο Μηδέν. Πρόκειται για κάτι που προέρχεται από τον χώρο του "υπαρκτού" (Είναι) ξεκάθαρα. Η κοσμική "γέννηση" καθαρά φιλοσοφικά δεν αποτελεί την οντολογική ιδεατή αρχή του οποιουδήποτε όντος, αλλά μια ενδοκοσμική οντική μεταβολή, μια αλλαγή της οντικής κατάστασής του. Ο θάνατος είναι ακριβώς το ίδιο με τη γέννηση ως εσωτερική διαδικασία, γιατί είναι το μεταίχμιο της αλλαγής της οντικής κατάστασης. Ο θάνατος ως φαινόμενο απασχολεί και προβληματίζει περισσότερο αρνητικά και ριζικά τον σημερινό άνθρωπο, είναι μια οντική κατάλυση και κατάρρευση της φυσικής κατάστασης που είχε συγκροτηθεί με τη γέννηση, μια διάλυση των οργανικών μορφών της υλικής ανάπτυξης. Κάθε όμως κατάρρευση ή κατάλυση μιας δομημένης οργανικής μορφής οδηγεί σε άλλες πιθανές τιμές που δύναται να λάβει το νοητικό σχήμα σε κάθε νέα οντική κατάσταση.

Ποιο είναι το χαρμόσυνο μήνυμα που κομίζει ο Λόγος, η φιλοσοφία και η πνευματική άσκηση του νου; Ότι ο θάνατος δεν αποτελεί την κατάρρευση και την εξαφάνιση της αληθινής μας αθάνατης ουσίας, αλλά μόνο της συγκεκριμένης φυσικής οντικής κατάστασης που λαμβάνει το λογικό πνεύμα μας, ο ατομικός μας νους. Τι μας διαμηνύει ο μεγάλος Φριντριχ  Σέλινγκ; Η φύση δεν είναι τίποτα άλλο παρά το ίδιο το ορατό πνεύμα, ενώ το πνεύμα είναι μια αόρατη φύση. Το ατομικό μας πνεύμα, στην προσπάθειά του να ξεδιπλωθεί (ή να πάρει μια συγκεκριμένη τιμή αληθείας κατά τη φυσική επιστήμη) στον χώρο με βάση την νοητική πρόσληψη του χρόνου που χρειάζεται για να αναπτύξει όλα τα είδη των μορφών, εσωτερικών και εξωτερικών, εγκαθιδρύει στον κόσμο των φαινομένων την διατακτική του ταυτότητα, δηλαδή το προσωρινό οργανικό του σώμα με όλες τις δυνατές εξελίξιμες διανοητικές και ψυχικές προδιαθέσεις που εν δυνάμει είχαν δομηθεί στην προηγούμενη ενεργή κατάστασή του ως νους προς εκδήλωση. Σχετικά με τη μορφή του σώματος που λαμβάνει η ατομική μας πνευματικότητα κάθε φορά, ο τρόπος δηλαδή που το πνεύμα μας γίνεται ορατή φύση-σώμα, εξηγεί και πάλι ο Σέλινγκ τόσο στη φιλοσοφία της φύσης όσο και στον υπερβατολογικό ιδεαλισμό λέγοντας ότι το ενθαδικό σώμα μας δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο ορατός οργανισμός της Νόησής μας. Με λίγα λόγια η ατομική μας Νόηση (πάντοτε σε συνάρτηση με τους νόμους που διέπουν τη λειτουργία του κόσμου) είναι η αιτία των υποστάσεων και των μορφών που λαμβάνει η ατομικότητά μας ενδυόμενη σώματα που γεννιούνται και πεθαίνουν προς χάριν της νοητικής μας εξέλιξης, του αιώνιου πνεύματός μας. 

Η "ύπαρξη" των δύο φαινομένων της γέννησης και του θανάτου δεν είναι κατανοητή, ως προς τις λειτουργίες που επιτελούνται μέσω αυτών, από τον κοινό νου (να ξεκαθαρίσουμε ότι όταν αναφερόμαστε στον κοινό νου, εννοούμε τον μη φιλοσοφικό νου, τον επιφανειακό). Η κοσμική λειτουργία των δύο αυτών φαινομένων καθίσταται κατανοητή και αναγκαία αν συνειδητοποιήσουμε τα λεγόμενα του Χέγκελ στην επιστήμη της λογικής. Ο Χέγκελ αναπτύσσει τη σχέση μεταξύ του ΕΙΝΑΙ και του ΜΗΔΕΝΟΣ, προκειμένου να θεμελιώσει διαλεκτικά το σπουδαίο αυτό έργο του. Το εγελιανό ΕΙΝΑΙ αφορά το περιεχόμενο του "υπαρκτού", ενώ το ΜΗΔΕΝ τη μορφή του, δηλαδή το οριακό σχηματικό περίγραμμα του ίδιου του περιεχομένου. Για να συλλάβουμε, ισχυρίζεται ο Χέγκελ, ένα συγκεκριμένο νοητό περιεχόμενο, δηλαδή ένα ον (ΕΙΝΑΙ), θα πρέπει να γνωρίσουμε την ταυτότητά του, την ουσία του μέσω μιας μορφής που έχει. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν παράλληλα κατανοήσουμε την ετερότητά του, δηλαδή τι δεν είναι αυτό το ον (ΜΗΔΕΝ). Το τι δεν είναι καθορίζει αυτόχρημα αυτό που είναι, γιατί κάθε ταυτότητα που αποκτά ένα ον συντίθεται από την ετερότητά του. Έτσι, η λειτουργία του Μηδενός στον Χέγκελ αποκτά μια ουσιαστική λειτουργία για την κατανόηση της δομής του κόσμου, αλλά και της ίδιας της φιλοσοφικής σκέψης. Το γίγνεσθαι είναι η ίδια η αιώνια σχέση μεταξύ του ΕΙΝΑΙ και του ΜΗΔΕΝΟΣ, μια σχέση που αποτυπώνεται καθαρά στην ηρακλείτεια φιλοσοφία του ΠΥΡΟΣ. Μας λέει ο Ηράκλειτος ότι το ΠΥΡ (=πλατωνικός ΝΟΥΣ ή παρμενίδειο ΕΙΝΑΙ ή εγελιανό ΑΠΟΛΥΤΟ ΠΝΕΥΜΑ) είναι μια φωτιά που σβήνει και ανάβει αιώνια. Η νοητή αυτή φωτιά (θεϊκός ή ανθρώπινος νους) σβήνει κάθε φορά που μετατρέπεται σε ορατό σώμα και ανάβει όταν καθίσταται ασώματος Λόγος, ασώματος καθαρός νους. 

Αν θέλαμε να αναπαραστήσουμε σχηματικά αυτά τα λεγόμενα, θα αντιστοιχούσαμε το ΕΙΝΑΙ με το ίδιο το νερό και το ΜΗΔΕΝ με το σχήμα που λαμβάνει όταν αυτό βρίσκεται μέσα σε ένα οριακό επίπεδο (λεκάνη, ποτήρι, λάκκος κλπ). Το εγελιανό ΜΗΔΕΝ ως κενή σκέψη του "τίποτα" είναι το νοητό εν δυνάμει δοχείο μέσα στο οποίο χύνεται ο λογικός χυλός των σκέψεων ως όντα. Είναι δυνατή όμως η διάκριση αυτή καθεαυτή του μεταξύ του ΕΙΝΑΙ  και του ΜΗΔΕΝΟΣ; Σαφώς όχι, γιατί κάθε νόημα ή ΙΔΕΑ είναι μίξη του Πεπερασμένου και του Άπειρου, έχει δηλαδή συγκεκριμένο περιεχόμενο και συγκεκριμένη μορφή. Είναι αδύνατον, μας λέει ο Χέγκελ, να συγκροτηθεί ένα ον (ιδέα, σκέψη, λόγος, άνθρωπος, ζώο, πλανήτης κλπ) χωρίς την μεσολάβηση του ΜΗΔΕΝΟΣ, του τίποτα. Οποιοδήποτε κοσμικό ον έχει υπάρξει και ως πραγματική φυσική οργανική (=συνειδησιακή) μορφή έστω και ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα αποτελεί ένα πεπερασμένο αιώνιο αθάνατο επιμέρους ον που λαμβάνει ποικίλες οντικές τιμές αληθείας με τη θεμελιακή συνδρομή του ΕΙΝΑΙ και του ΜΗΔΕΝΟΣ. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος που πεθαίνει μεταβαίνοντας προς τον κόσμο του ΕΙΝΑΙ σε σχέση με το ΜΗΔΕΝ, την υποτιθέμενη "ανυπαρξία", σε αυτήν την κατάσταση συγκροτεί ένα περιεχόμενο της νοητής ενέργειας που αναδύεται από την κατάλυση των μορφών που έλαβαν χώρα κατά τον γήινο βίο του. Κάθε συγκροτημένο αφηρημένο περιεχόμενο στον κόσμο του "τίποτα" κατά κανόνα απαιτεί την οριακή του φύση, τη μορφή. Η γέννηση αποτελεί ήδη μια πορεία προς τον κόσμο του ΜΗΔΕΝΟΣ σε σχέση με το ΕΙΝΑΙ, το οποίο πραγματώνεται με τη μορφή (ΜΗΔΕΝ). Κάθε ΕΙΝΑΙ διαμορφώνεται στη βάση του ΜΗΔΕΝΟΣ και κάθε ΜΗΔΕΝ στη βάση του ΕΙΝΑΙ. Αν το υλικό ανθρώπινο σώμα δεν πέθαινε και δεν άλλαζε μορφή, δε θα εξελισσόταν η ανθρώπινη οντότητα. Κάθε μορφή που αποκτά ένα σώμα αποτελεί μια συνάρτηση και συνθήκη της πεπερασμένης μας ατομικότητας που συγκροτείται στη βάση της συσχέτισης της εν εξελίξει νοητικής μας ταυτότητας και του αντίστοιχου σώματος που εγκαθιδρύει η πρώτη.