Πρόλογος του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου
Η Οικολογία της Ελευθερίας είναι το σημαντικότερο έργο του Μάρεϊ Μπούκτσιν, του μεγάλου αυτού αμερικανού στοχαστή που άνοιξε τον δρόμο της πολιτικής οικολογίας. Σ' αυτό το βιβλίο ο Μπούκτσιν θέτει τις βάσεις της κοινωνικής οικολογίας, της θεωρίας του δηλαδή, την οποία προτείνει ως εργαλείο για την ανασυγκρότηση της κοινωνίας, ούτως ώστε αυτή να έχει έναν ξεκάθαρα και ριζοσπαστικά οικολογικό και μη ιεραρχικό χαρακτήρα. Για να το επιτύχει αυτό, αντλεί στοιχεία από διάφορα επιστημονικά πεδία, όπως η ανθρωπολογία, η οικολογία και η πολιτική θεωρία, παρουσιάζοντας την ανάδυση της ιεραρχίας που αποτέλεσε το δομικό χαρακτηριστικό των ανθρώπινων κοινωνιών. Τα οικολογικά προβλήματα όμως που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν είναι άσχετα με τον τρόπο λειτουργίας των κοινωνιών μας, γι' αυτό και ο Μπούκτσιν γράφει ότι, "Η τάση του ανθρώπου να κυριαρχεί πάνω στη φύση είναι επακόλουθο της τάσης του να κυριαρχεί πάνω στον άνθρωπο". (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).
«Η τάση του ανθρώπου να κυριαρχεί πάνω στη φύση, είναι επακόλουθο της τάσης του ανθρώπου να κυριαρχεί πάνω στον άνθρωπο». Με βάση αυτή τη φράση του ο Μάρεϊ Μπούκτσιν, φαίνεται να διαμόρφωσε την «Οικολογία της ελευθερίας». Για τον ίδιο, τα οικολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν είναι άσχετα με τον τρόπο λειτουργίας των κοινωνιών μας. Η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο όχι μόνο προηγήθηκε της εκμετάλλευσης της φύσης από τον άνθρωπο, αλλά λειτούργησε και ως πρότυπό της.
Το έργο του μεγάλου αμερικανού στοχαστή, που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη τον Ιανουάριο του 1921 από γονείς Ρώσους-Εβραίους μετανάστες, και πέθανε στις 30/7/2006, «η φιλοσοφική βάση του οποίου για όλη του τη ζωή ήταν η εγελιανή διαλεκτική», άνοιξε τον δρόμο της πολιτικής οικολογίας, προτείνοντας την ανασυγκρότηση της κοινωνίας, έτσι ώστε να έχει έναν ξεκάθαρα ριζοσπαστικά οικολογικό και μη ιεραρχικό χαρακτήρα.
Μόλις 9 ετών, κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929-32, οργανώθηκε στην κομμουνιστική νεολαία, αλλά τον διέγραψαν το ’39 μετά το σύμφωνο Μολότωφ- Ρίμπεντροπ, μεταξύ Σοβιετικών και Ναζί, λόγω αναρχοτροτσκιστικών αποκλίσεων. Εκείνες τις μέρες είχε δηλώσει εθελοντής για το μέτωπο του ισπανικού εμφυλίου, αλλά η αίτησή του απορρίφθηκε λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Μεγαλώνοντας πέρασε στον τροτσκισμό, όμως γρήγορα απογοητεύτηκε.
Δούλεψε ως εργάτης σε χυτήριο του Νιου Τζέρσεϋ, αλλά και σε αυτοκινητοβιομηχανία κατά τη διάρκεια της μεγάλης απεργίας της Τζένεραλ Μότορς, υιοθετώντας την αντιεξουσιαστική σκέψη.
Ελευθεριακός σοσιαλιστής θεωρητικός, φιλόσοφος και συγγραφέας, έγινε γνωστός ως εμπνευστής της «κοινωνικής οικολογίας». Δημοσίευσε δεκάδες βιβλία, δίδαξε στα «ελεύθερα πανεπιστήμια» της Νέας Υόρκης, στο Στάτεν Άιλαντ (CityCollegeUniversitySystem) και έγινε τακτικός καθηγητής στο Νιου Τζέρσεϋ (RamapoCollege). Το 1974, μαζί με τον ανθρωπολόγο Νταν Τσόντορκοφ (Daniel Chondorkoff), ίδρυσαν το Ινστιτούτο για την Κοινωνική Οικολογία (Institute for Social Ecology) στο Βερμόντ, το οποίο διηύθυνε μέχρι το θάνατό του.
Έχοντας υπάρξει στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ένας ενεργός οικοαναρχικός, αγωνιζόμενος ενάντια στη ρύπανση, στην ανέγερση πυρηνικών εργοστασίων και στη χημικοποίηση της τροφής, αποφάσισε να γράψει μια εκτενή παρουσίαση των απόψεών του, στο βιβλίο «Η οικολογία της ελευθερίας». Στην ανάλυσή του για την ιεραρχία, στο εν λόγω βιβλίο, προσπάθησε να αναδείξει την εμφάνισή της, τις εσωτερικές της τάσεις, τα όριά της και την πτώση της. Στράφηκε στην ανθρωπολογία για να εντοπίσει τις ρίζες της, στην ιστορία για να εντοπίσει την ανάπτυξή της, και στην ηθική και στη φιλοσοφία για να προβλέψει τις δυνατότητες για την πτώση της. Η οικολογία της ελευθερίας, που εκδόθηκε το 1982, έγινε ένα από τα κλασσικά αναρχικά βιβλία και ταυτόχρονα η θεμέλια λίθος της κοινωνικής οικολογίας, ενώ η κριτική της ιεραρχίας έχει πλέον γίνει κοινός τόπος για την αναρχική σκέψη.
Στον πρόλογο αυτού του βιβλίου, ο ίδιος σημειώνει:
«[…] Για τους κοινωνικούς οικολόγους, η περιβαλλοντική αποδιοργάνωση είναι βαθιά ριζωμένη μέσα σε μια ανορθολογική, αντιοικολογική κοινωνία, της οποίας τα βασικά προβλήματα δεν θεραπεύονται με αποσπασματικές, μονοθεματικές μεταρρυθμίσεις. Προσπάθησα να επισημάνω ότι τα προβλήματα αυτά απορρέουν από ένα ιεραρχικό, ταξικό ‒και σήμερα‒ ανταγωνιστικό καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο τροφοδοτεί την άποψη ότι ο φυσικός κόσμος είναι απλά και μόνο ένας σωρός από «πόρους» για την ανθρώπινη παραγωγή και κατανάλωση. Αυτό το κοινωνικό σύστημα είναι ιδιαίτερα ληστρικό. Έχει προβάλλει την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο σε μια ιδεολογία όπου ο «άνθρωπος» (άντρας) είναι προορισμένος να κυριαρχεί πάνω στη «Φύση».
[…] Όλα τα γραπτά μου επιδιώκουν να προσφέρουν μια συνεκτική άποψη των κοινωνικών πηγών της οικολογικής κρίσης και να προσφέρουν ένα οικοαναρχικό πρόγραμμα για την ανασυγκρότηση της κοινωνίας πάνω σε ορθολογικές βάσεις.
[…] Ο στόχος που με οδήγησε στην ανάπτυξη της κοινωνικής οικολογίας κατά τις περασμένες δεκαετίες ήταν ειλικρινά φιλόδοξος: ήθελα να παρουσιάσω μια φιλοσοφία, μια σύλληψη της φυσικής και της κοινωνικής ανάπτυξης, μια εις βάθος ανάλυση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε, και μια ριζοσπαστική ουτοπική εναλλακτική –έως σήμερα, δεν έχω αποφύγει τη χρήση της λέξης ουτοπικός‒ για τη σύγχρονη κοινωνική και περιβαλλοντική κρίση. Σε αντίθεση με τον πραγματιστικό περιβαλλοντισμό, ανέπτυξα ένα αναλυτικό σώμα ιδεών το οποίο ονομάζω κοινωνική οικολογία […]»
Στη διάρκεια της ζωής του, αντλώντας στοιχεία από διάφορα επιστημονικά πεδία, όπως η ανθρωπολογία, η οικολογία και η πολιτική θεωρία, παρουσίασετην ευθύνη της ιεραρχικής δομής της κοινωνίας για τα οικολογικά προβλήματα. Και εφόσον τα οικολογικά προβλήματα είναι κοινωνικά προβλήματα, πρέπει να φροντίσουμε για την επίλυσή τους μέσω της πολιτικής αλλαγής:
«Η σημερινή κοινωνική τάξη πραγμάτων βρίσκεται σε πορεία σύγκρουσης με το φυσικό κόσμο («πόλη και ύπαιθρος») και πρέπει να έχουμε μία αντικαπιταλιστική επανάσταση υπέρ μιας οικολογικής κοινωνίας».
Παράλληλα ο Μπούκτσιν πίστευε σε μία αποκεντρωμένη κοινωνία, αλλά και για μια πρόσωπο με πρόσωπο δημοκρατία (αμεσοδημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας), η οποία όμως θα αποτελείται από μικρές κοινότητες. «Μία αναρχική κοινωνία», έγραφε ο Μάρεϊ, «θα πρέπει να είναι μία αποκεντρωμένη κοινωνία, όχι μόνο για να εγκαθιδρύσει μία διαρκή βάση για την εναρμόνιση του ανθρώπου με τη φύση, αλλά επίσης για να προσθέσει νέες διαστάσεις στην εναρμόνιση του ανθρώπου με τον άνθρωπο».
Επιπλέον αντλούσε τις πολιτικές θεωρητικές του παραδοχές από την αντιεξουσιαστική- αναρχική παράδοση. Το 1999 όμως, στην ηλικία των 79 ετών ήρθε σε ρήξη με κάποιες από τις θεωρίες των αναρχικών της εποχής, και υιοθέτησε τον «κομμουναλισμό» (communalism) ή αλλιώς την «κοινωνική οικολογία«, δίχως όμως να κάνει κάποια θεαματική ιδεολογική στροφή στη θεωρία του. «Θα ήταν καλό να θυμόμαστε ότι πάντα υπήρχε μία κομμουναλιστική τάση στον αναρχισμό, όχι μόνο συνδικαλιστική ή ατομικιστική. Επιπλέον, αυτή η κομμουναλιστική τάση είχε πάντα έναν ισχυρό κοινοτιστικό προσανατολισμό.» , είπε στο KickItOver το 1985.
Ο Μάρεϊ οραματιζόταν την κομμούνα ως μια άμεση δημοκρατία, αποτελούμενη από λαϊκές συνελεύσεις, η οποία ελέγχει την οικονομία. Πίστευε ότι ο ελευθεριακός κοινοτισμός, ως μία μετάφραση και εκσυγχρονισμένη μορφή του αναρχικού κομμουναλισμού, θα μπορούσε να γίνει η βάση για έναν νέο αναρχισμό αφιερωμένο στην πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατία.
«Ο ελευθεριακός κοινοτισμός είναι μια ολιστική προσέγγιση σε μια οικολογικά προσανατολισμένη οικονομία. Οι πολιτικές και οι συγκεκριμένες αποφάσεις που έχουν να κάνουν με τη γεωργία και τη βιομηχανική παραγωγή θα πρέπει να λαμβάνονται από τους πολίτες σε άμεσες, πρόσωπο με πρόσωπο συνελεύσεις- με την ιδιότητά τους ως πολιτών, όχι ως εργατών, αγροτών ή επαγγελματιών, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση θα εναλλάσσονταν και οι ίδιοι στις παραγωγικές δραστηριότητές τους. […] Αντί να εθνικοποιηθεί και να κολλεκτιβοποιηθεί η γη, τα εργοστάσια, τα εργαστήρια και τα κέντρα διανομής, μια οικολογική κοινότητα θα κοινοτικοποιήσει την οικονομία της και θα ενωθεί με άλλες κοινότητες ενσωματώνοντας τους πόρους της σε ένα περιφερειακό συνομοσπονδιακό σύστημα. Η γη, τα εργοστάσια και τα εργαστήρια θα ελέγχονται από λαϊκές συνελεύσεις ελεύθερων κοινοτήτων, όχι από το κράτος- έθνος ή από τους εργάτες- παραγωγούς, που ενδέχεται κάλλιστα να αναπτύξουν ένα ιδιοκτησιακό συμφέρον μέσα σ’ αυτά.»
Χρειαζόμαστε μία «καινούρια πολιτική», υποστήριζε ο Μάρεϊ, μία πολιτική που να βασίζεται, όχι σε ένα εθνικό κεφάλαιο, αλλά στο επίπεδο της κοινότητας.
«Εδώ, στο πιο άμεσο περιβάλλον του ατόμου- στην κοινότητα, στη γειτονιά, στην κωμόπολη, ή στο χωριό- όπου η ιδιωτική ζωή αρχίζει σιγά σιγά να εισέρχεται στη δημόσια, βρίσκεται ο αυθεντικός τόπος για να λειτουργήσει κανείς σε επίπεδο βάσης, στον βαθμό τουλάχιστον που η αστικοποίηση δεν έχει ασκήσει πλήρως την καταστρεπτική της επίδραση».
Εδώ μία «νέα πολιτική» της ιδιότητας του πολίτη (citizenship) πρέπει να θεσμοθετηθεί, μία πολιτική στην οποία οι άνθρωποι αναλαμβάνουν τον έλεγχο της δικής τους πολιτικής ζωής, μέσω της συμμετοχής τους σε λαϊκές συνελεύσεις. Ο Μάρεϊ διέκρινε μεταξύ της πολιτικής (που εφαρμόζεται από τους πολίτες σε συνελεύσεις) και της κρατικής διαχείρισης (που εφαρμόζεται από διοικητικούς υπαλλήλους σε θεσμούς του έθνους-κράτους). Πίστευε ότι η πολιτική πρέπει να είναι «ένα σχολείο για την αυθεντική ιδιότητα του πολίτη».
Το 1998 ιδρύθηκε η ομάδα Demokratisk Alternativ (Εναλλακτική Δημοκρατία) από ελευθεριακούς σοσιαλιστές και κοινωνικούς οικολόγους της Βόρειας Ευρώπης. Σε διακήρυξη που εξέδωσε η ομάδα το 1998 και το 2000 υποστήριξε ότι ασπάζεται το πρόταγμα του κομμουναλισμού, ειδικά έτσι όπως διαμορφώθηκε από τον Μπούκτσιν. Η διακήρυξη αυτή κυκλοφόρησε σε δίγλωσση έκδοση, στα νορβηγικά και τα αγγλικά. Παράλληλα δημιουργήθηκε ένα ηλεκτρονικό περιοδικό με το όνομα Κομμουναλισμός (Communalism).
Ο Μπούκτσιν ανανέωσε την αναμφίβολα φτωχή σκέψη της αντιεξουσιαστικής θεωρίας, λέει η Μπιλ. Κατάφερε να μπολιάσει την πολιτική που πρέσβευε με την οικολογική σκέψη με ποιο αποτελεσματικό τρόπο από αυτόν των μαρξιστών, προσφέροντας ζωή στον αναρχισμό που αργοπέθαινε λόγω της έλλειψης προοπτικών εξέλιξης.
Αν και δεν έφερε κάποια κοινωνική αλλαγή, έστησε τα θεμέλια για τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ θεωρίας και πράξης του ελευθεριακού προτάγματος, δίνοντας ελπίδες για πραγματικές αλλαγές. Έτσι, ο αναρχισμός που δεν έτυχε κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα επαρκούς θεωρητικής επεξεργασίας, μετά τον Μπούκτσιν, έγινε όχι μόνο γοητευτικός σε ένα ευρύτερο κοινό, αλλά και επίκαιρος. Αν οι αντιεξουσιαστές/ αναρχικοί φρόντιζαν να χρησιμοποιούν περισσότερο τα γραπτά του Μπούκτσιν από αυτά των κλασικών αναρχικών, σαν του Μπακούνιν και του Κροπότκιν, ή από νεόκοπους, σαν του Ζέρζαν (John Zerzan), τότε πιθανότατα θα έκαναν ευρύτερα γνωστή και αποδεκτή τη θεωρία τους. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα θεώρησαν ότι είναι πιο χρήσιμο να προβάλλουν δημοφιλείς προσωπικότητες (Τσόμσκι) αντί για δημοφιλείς θεωρίες (κοινωνική οικολογία).
Είναι αναμφίβολο ότι η κοινωνική οικολογία μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την ανάπτυξη και την καλλιέργεια μιας πολιτικής-οικολογικής ηθικής. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει έρθουν κοντύτερα ακόμα και εκείνες οι τάσεις για τις οποίες ο Μπούκτσιν υποστήριζε ότι τις χωρίζει ένα αγεφύρωτο χάσμα.
πηγή: afigisizois