Είδη μανίας κατά τον Πλάτωνα:
α) Η Μαντική (προφητική) μανία, που εμπνέεται, έχει προστάτη τον Απόλλωνα
β) Η Τελετουργική ή τελεστική, που έχει προστάτη τον Διόνυσο
γ) Η Ποιητική μανία, που την εμπνέουν οι Μούσες
δ) Η Ερωτική μανία, που είναι η αρίστη και την εμπνέουν η Αφροδίτη και ο Έρωτας.
Κάθε εμπειρία πνευματικού τύπου μπορεί να βασίζεται σε ατομικά χαρακτηριστικά, σε επίκτητη τεχνική ή σε επήρεια διαφόρων ουσιών. Σε κάθε περίπτωση το άτομο βλέπει, ακούει και βιώνει αυτό που για τους άλλους δεν υπάρχει, βρίσκεται σε άμεση επαφή με μία ανώτερη ύπαρξη, επικοινωνεί με θεούς και πνεύματα.
Μία αρχαία ονομασία και ταυτόχρονα και ερμηνεία της εξαιρετικής ψυχικής κατάστασης είναι το «ένθεος», «μέσα του είναι ο θεός», ο οποίος μέσω του ανθρώπου μιλεί με παράξενη φωνή ή με ακατανόητα λόγια και εξαναγκάζει σε φαινομενικά παράξενες παράλογες κινήσεις. Ταυτόχρονα όμως λεγόταν ότι ένας θεός «κατακτά» ή «κρατεί» ή ότι «έχει έναν άνθρωπο υπό την εξουσία του», τον κατέχει. Εξ ίσου όμως γινόταν και λόγος για «απομάκρυνση», «έκσταση», τόσο με την έννοια ότι η ψυχή έχει βγει από το σώμα, όσο και με την έννοια ότι ο άνθρωπος έχει απομακρυνθεί από την συνηθισμένη συμπεριφορά του. Αυτοί οι τρόποι έκφρασης έχουν ένα γενικό χαρακτηρισμό που συνήθως χρησιμοποιείται, την μανία.
«Τα μέγιστα των αγαθών ημίν γίγνεται δια μανίας, θεία μέντοι δόσει διδομένης».Τα πιο μεγάλα αγαθά μας έρχονται δια της μανίας, λέει ο Σωκράτης στο Φαίδρο, με την προϋπόθεση ότι μας έρχεται (η μανία) από θεία προσφορά.
Στον Τίμαιο, 71 e, b αναφέρει ότι «οι Θεοί που μας έφτιαξαν έχοντας υπόψη την εντολή του πατέρα τους που τους διέταξε να κάνουν το θνητό γένος όσο πιο καλό μπορούσαν, βελτιώνοντας το κακό τμήμα της θνητής ψυχής, της έδωσαν μαντική δύναμη, η οποία μας αποκαλύπτει κατά ένα μέρος την αλήθεια. Σημαντική απόδειξη ότι ο θεός έδωσε στην ανθρώπινη αφροσύνη την μαντική είναι το γεγονός ότι κανένας δεν έχει πραγματική και θεόπνευστη μαντική δύναμη όταν είναι ξύπνιος, παρά μόνο στον ύπνο του, τότε που η δύναμη της σκέψης είναι περιορισμένη, ή όταν ενεργεί παράλογα από κάποια αρρώστια ή θεία έμπνευση. Γνώρισμα του ανθρώπου που έχει τα λογικά του είναι να θυμάται και να σκέφτεται όσα ονειρεύεται ή βλέπει, όταν δεν κοιμάται, χάρη στην θεία δύναμη και έμπνευση, αλλά και να αναλύει με την λογική όσες εικόνες είδε, δηλαδή την σημασία τους και για ποιόν δείχνουν κάτι καλό ή κακό και για το μέλλον, το παρόν, το παρελθόν. Εκείνος όμως που έπαθε ιερή μανία και εξακολουθεί να βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση δεν μπορεί να κρίνει όσα βλέπει ή ακούει, αφού όπως λέγεται από τα παλιά χρόνια, μόνο αυτός που έχει τα λογικά του είναι σε κατάσταση να ενεργεί και να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τα όσα συμβαίνουν γύρω του.»
Πρώτα απ' όλα ο Πλάτωνας μιλάει για δύο είδη μανίας : Εκείνη που οφείλεται σε ανθρώπινες αρρώστιες και την άλλη που έχει δημιουργηθεί από μία αλλαγή που προκάλεσαν οι θεοί στους συνηθισμένους κοινωνικούς κανόνες « Μανίας δε γε είδη δύο, την μεν υπό νοσημάτων ανθρωπίνων, την δε υπό θείας εξαλλαγής των ειωθότων νομίμων γιγνομένην, Φαίδρος 265 a» . Βλέπουμε ότι ο Πλάτωνας κάνει διάκριση ανάμεσα στην θεία μανία και στο συνηθισμένο είδος που οφείλεται σε ασθένεια. Η διάκριση αυτή είναι παλαιότερη από τον Πλάτωνα. Μαθαίνουμε από τον Ηρόδοτο ότι η μανία του Καμβύση οφείλεται σε συγγενή επιληψία και προσθέτει πως όταν το σώμα έχει διαταραχτεί σοβαρά δεν είναι παράξενο πως και το μυαλό επηρεάζεται με την σειρά του. Με αυτό τον τρόπο και ο Ηρόδοτος αναγνωρίζει δύο τουλάχιστον είδη μανίας. Eνα που έχει υπερφυσική καταγωγή και ένα δεύτερο που οφείλεται σε φυσικές αιτίες. Επίσης και ο Εμπεδοκλής και η σχολή του, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Γάλλιου Αυρηλιανού είχαν χωρίσει την μανία που προέρχεται ex purgamento animae από την μανία που οφείλεται σε σωματικές αρρώστιες.
Στους πρωτόγονους όμως λαούς υπάρχει η δοξασία πως όλοι οι τύποι των νοητικών διαταραχών είναι αποτέλεσμα μιας υπερφυσικής επέμβασης. Ακόμη και η υπνοβασία -που στο Περί Ιεράς νόσου αναφέρεται ότι οφείλεται στην Εκάτη και στους νεκρούς «ένυπνο φάντασμα φοβή, χθονίας θ' Εκάτης κώμον εδέξω» και το παραλήρημα υψηλού πυρετού- πίστευαν ότι είναι αποτελέσματα δαιμονικής κατοχής (με την καλή έννοια). Στην πρώτη περίπτωση τα φαντάσματα παίρνουν στην κατοχή τους το ζωντανό σώμα που άδειασε στην διάρκεια του ύπνου, και στην περίπτωση του πυρετού κυριαρχούν οι δαίμονες Ηπιάλης, Τίφυς, Ευόπας , Σφήκες Αριστ. 1037.
Οι επιληπτικοί έχουν συχνά την αίσθηση πως κάποιο αόρατο όν τους χτυπά με ένα ρόπαλο, και τα εντυπωσιακά συμπτώματα της επιληπτικής κρίσης, η αιφνίδια πτώση του ασθενή, οι μυϊκές συσπάσεις, το τρίξιμο των δοντιών και η προβολή της γλώσσας, έχουν παίξει ρόλο στο να σχηματιστεί η λαϊκή αντίληψη της δαιμονικής κατοχής. Για τους Eλληνες η επιληψία ήταν «ιερά νόσος» και το όνομά της «επίληψις» υποδηλώνει την παρέμβαση κάποιου δαίμονα, όπως δείχνουν και οι σημερινές λέξεις «χτύπημα», «άρπαγμα» «προσβολή». Πρέπει να ξεχωρίσουμε την πραγματική κατοχή, από την απλή ψυχική επέμβαση, γιατί η πρώτη περίπτωση είναι σπάνια και μία καινούργια προσωπικότητα εμφανίζεται που συνήθως διαφέρει κατά πολύ από την παλιά στον χαρακτήρα, στον πλούτο των γνώσεων, ακόμη στην έκφραση της φωνής και του προσώπου, κάνει κατοχή του οργανισμού μιλώντας για τον εαυτό της στο πρώτο πρόσωπο και για την παλιά προσωπικότητα στο τρίτο.
Στην αρχαία Αθήνα απέφευγαν τους ψυχικά αρρώστους, διότι ήταν πρόσωπα που κουβαλούσαν μία θεία κατάρα και κάθε επαφή μαζί τους πίστευαν ότι ήταν επικίνδυνη. Oμως αν και τους κρατούσαν σε απόσταση, τους απόδιδαν επίσης ένα σεβασμό που έφτανε μέχρι το δέος, γιατί βρίσκονταν σε επαφή με ένα υπερφυσικό κόσμο και πολλές φορές είχαν δυνάμεις απαγορευμένες για τους κοινούς ανθρώπους.
Ο Αίαντας μέσα στην τρέλα του χρησιμοποιεί μία φοβερή γλώσσα , που κάποιος δαίμονας και όχι άνθρωπος του την δίδαξε. «κακά δεννάζων ρήμαθ' ά δαίμων, κουδείς ανδρών εδίδαξεν = βρίζοντας με λόγια φριχτά που ένας δαίμονας και όχι κανείς άνθρωπος τούμαθε» (Σοφ. Αίας 243)
Ο Οιδίποδας σε κατάσταση φρενίτιδας οδηγείται από κάποιον δαίμονα στον τόπο όπου βρίσκεται το πτώμα της Ιοκάστης. «λυσσώντι δ' αυτώ δαιμόνων δείκνυσί τις ουδείς γαρ ανδρών, οί παρήμεν εγγύθεν = έτσι όπως ήταν λυσσασμένος, κάποιος θενά τούδειξε δαίμονας κι όχι άλλος κανένας από μας που είμαστε γύρω (Σοφ. Οιδ. Τύρ. 1258)
Την θεϊκή μανία, ο Πλάτωνας την χωρίζει σε τέσσερα μέρη, ένα για κάθε θεό. Έτσι υπάρχει:
α) Η Μαντική (προφητική) μανία, που εμπνέεται, έχει προστάτη τον Απόλλωνα
β) Η Τελετουργική ή τελεστική, που έχει προστάτη τον Διόνυσο
γ) Η Ποιητική μανία, που την εμπνέουν οι Μούσες
δ) Η Ερωτική μανία, που είναι η αρίστη και την εμπνέουν η Αφροδίτη και ο Έρωτας.
Η ΠΡΟΦΗΤΙΚΗ ΜΑΝΙΑ (ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ)
Ο Πλάτωνας θεωρεί τον Απόλλωνα προστάτη της προφητικής μανίας. «Γιατί και η προφήτις στους Δελφούς και οι Ιέρειες στη Δωδώνη, σίγουρα απ' τη μία κατέχονται από μανία, όμως πολλά καλά και ιδιωτικά και δημόσια στην Ελλάδα προσέφεραν εξαιτίας της μανίας αυτής. Oταν δε είχαν τα λογικά τους ελάχιστα προσέφεραν ή και τίποτα. Και αν μάλιστα μιλούσαμε για την Σίβυλλα και για τους άλλους, όσοι, χρησιμοποιώντας την μανία που προέρχεται από τους θεούς, διαφώτισαν για το μέλλον προλέγοντας πολλά και σε πολλούς, θα μακρηγορούσαμε υπερβολικά τα πάντα αναφέροντας. Από τους αρχαίους ανθρώπους αυτοί που ονοματοθέτησαν, ούτε κάτι αισχρό, ούτε ντροπή θεωρούσαν την μανία, διότι ούτε και την καλύτερη τέχνη με την οποία κρίνεται το μέλλον δεν θα ονόμαζαν μανική, εμπλέκοντας το ίδιο όνομα, και οι τωρινοί παρεμβάλλοντας αντιαισθητικά του «ταυ» μαντική την ονόμασαν».
Επίσης ο Πλάτωνας ξεκαθαρίζει την διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην «οιωνοσκοπία» και στην «μαντική», λέγοντας ότι και με την πρώτη οι άνθρωποι αναζητούν το μέλλον, αλλά αυτό γίνεται με την βοήθεια της λογικής, και είναι ανθρώπινη, ενώ η μανία είναι τελειότερη της «οιωνιστικής» και είναι θεϊκή. «Διότι και την αναζήτηση του μέλλοντος από τους σώφρονες, που χρησιμοποιούν πουλιά και άλλα σημεία, «οιωνοϊστική» ονόμασαν, επειδή με την βοήθεια της λογικής προσφέρονται στην ανθρώπινη νόηση και ο νους και η ιστορία, την οποία ονομάζουν τώρα οι νεότεροι «οιωνιστική», προσδίδοντας της κύρος μέσω του «ω». Όσο λοιπόν είναι τελειότερη και εντιμότερη η μαντική από την οιωνιστική, και ως προς το όνομα και ως προς την πράξη, τόσο καλύτερα μαρτυρούν οι παλαιότεροι ότι υπερέχει η μανία της σωφροσύνης, η μία προερχόμενη από τον θεό, ενώ η άλλη είναι ανθρώπινη. Αναφέρει επίσης παρακάτω : «Τόσο καλά αποτελέσματα μπορώ να σου πω και ακόμα περισσότερα σχετικά με την μανία που προέρχεται από τους θεούς. Επομένως ας μη φοβόμαστε και ας μη μας ταράζει κάποιος συλλογισμός, ο οποίος υπαινίσσεται ότι τάχα, αντί αυτού που έχει καταληφθεί από θεϊκή μανία, πρέπει τον σώφρονα να διαλέγουμε για φίλο μας» (Φαίδρος).
Πριν αναφέρουμε περισσότερα για την Απολλώνια μανία θα πρέπει να κάνουμε ένα διαχωρισμό ανάμεσα σε αυτήν και την Διονυσιακή. Η πρώτη είναι ένα είδος πνευματιστικής μεσολάβησης (μέντιουμ), που σκοπεύει στην γνώση του μέλλοντος ή του κρυφού παρόντος, και είναι σπάνιο χάρισμα κάποιων ατόμων, ενώ στην διονυσιακή εμπειρία το μαντικό ή πνευματιστικό στοιχείο είτε απουσιάζει, είτε είναι εντελώς δευτερεύον και είναι ουσιαστικά συλλογική, καθώς θα λέγαμε και «κολλητική». Γνώθι εαυτόν μας λέει ο Απόλλωνας και μας δείχνει τον δρόμο της ενσυνείδητης ατομικότητας . Ο Ελευθερωτής είναι ο Διόνυσος που σε βοηθά για ένα σύντομο χρονικό διάστημα να πάψεις να είσαι ο εαυτός σου. Γνωρίζουμε πως εκτός από την Ελλάδα οι άνθρωποι εξασκούσαν την «εκστατική προφητεία» και στην Δυτική Ασία, οι Φοίνικες και οι Χετταίοι. Αλλά και στα μαντεία του Απόλλωνα στην Κλάρο, κοντά στην Κολοφώνα, και στους Βραγχίδες, έξω απ' την Μίλητο εξασκούσαν την «εκστατική προφητεία».
Eνα από τα χαρακτηριστικά αυτής της προφητικής μανίας είναι η «όραση». Στην Οδύσσεια έχουμε το όραμα του Θεοκλύμενου, κληρονομικού μάντη του Απόλλωνα, στον Αγαμέμνονα έχουμε τα οράματα της Κασσάνδρας και ο Πλούταρχος μας πληροφορεί για το όραμα της Αργείας προφήτισσας του Απόλλωνα, που όρμησε μία μέρα στους δρόμους, κραυγάζοντας πως είδε την πόλη πνιγμένη στα πτώματα και στο αίμα «εν τη πόλει των Αργείων η του Λυκείου προφήτις Απόλλωνος εξέδραμε βοώσα νεκρών οράν και φόνου καταπλέω την πόλιν». (Πλουτ. Πύρρος 31). Oμως στα παραδείγματα που αναφέρθηκαν ο τύπος αυτός της προφητικής μανίας, δεν είναι ο συνηθισμένος , επειδή εμφανίζεται αυθόρμητα εκεί που κανένας δεν την περιμένει. Στους Δελφούς, και προφανώς στα περισσότερα μαντεία του Απόλλωνα, βασιζόταν όχι σε οράματα, αλλά στον «ενθουσιασμό» με την πρωταρχική και κυριολεκτική έννοια του όρου. Η Πυθία γινόταν «ένθεος», πλήρης Θεού. Ο Θεός έμπαινε μέσα της και χρησιμοποιούσε τα φωνητικά της όργανα σαν δικά του, όπως γίνεται και στον πνευματισμό. Γι αυτό και οι χρησμοδοτήσεις του Απόλλωνα ανακοινώνονταν πάντα σε πρώτο πρόσωπο και ποτέ σε τρίτο.
Υπάρχει όμως και ο άλλος δρόμος, όχι κάθοδος του θείου όπως στην περίπτωση της Πυθίας ή ενός σύγχρονου μέντιουμ, αλλά η ψυχή απελευθερώνεται με την βοήθεια του ύπνου, της καταληψίας ή μιας θρησκευτικής τελετουργίας από το σώμα και από τον έλεγχο του νου. Είναι η «σαμανιστική» άποψη σε αντίθεση με την απλή κατοχή. Στο σαμανισμό δεν εισέρχεται ένα ξένο πνεύμα μέσα στο σαμάνα, αλλά είναι η απελευθέρωση του πνεύματος του σαμάνα, που εγκαταλείπει το σώμα του και ξεκινά ένα μαντικό ταξίδι ή μία «ψυχική εκδρομή»στον κόσμο των πνευμάτων. Μπορεί να του συμπαρασταθούν υπερφυσικά όντα, όμως η δική του προσωπικότητα αποτελεί αποφασιστικό στοιχείο. Ένας σαμάνας μπορεί να παρουσιαστεί ταυτόχρονα σε διαφορετικά μέρη. Από αυτές τις εμπειρίες ο σαμάνας αποκτά την επιδεξιότητα του στην μαντεία, στην θρησκευτική ποίηση, και στην μαγική ιατρική και γίνεται σημαντικός κοινωνικός παράγοντας.
Στην αρχαϊκή εποχή υπάρχει μια σειρά ιατρομάντεων, μάγων θεραπευτών και θρησκευτικών δασκάλων, που πολλοί είναι συνδεδεμένοι στην ελληνική παράδοση με τον Βορρά και όλοι τους εμφανίζουν σαμανικά χαρακτηριστικά. Πέρα από τον Βορρά, έλεγαν, ήρθε ο Αβαρης καβαλάρης πάνω σε ένα βέλος. (Οι σαμάνες μαντεύουν με το πέταγμα του βέλους και λέγεται ότι η «εξωτερική ψυχή» του Τάταρου σαμάνα κατοικεί σε ένα βέλος. Επίσης χρησιμοποιούν το βέλος για να φέρουν πίσω τις ψυχές των αρρώστων). Όταν ήταν κάποιος τόσο προχωρημένος στην τέχνη της νηστείας, ώστε είχε μάθει να ζει δίχως καθόλου ανθρώπινη τροφή. Εξαφάνισε τους λοιμούς, πρόβλεψε σεισμούς, συνέθεσε θρησκευτικά ποιήματα και δίδαξε την λατρεία του βόρειου θεού του, που οι Έλληνες τον αποκαλούσαν υπερβόρειο Απόλλωνα. (Ο θεός συνδέεται με ένα προϊόν του βορρά το κεχριμπάρι και με ένα βόρειο πουλί τον άγριο κύκνο. Ο «αρχαίος» κήπος του βρίσκεται πίσω από τον βόρειο άνεμο. Όταν ο θεός του Abalus , του μήλο-νησιού, του μεσαιωνικού Avalon).
Η προφητική κατοχή δεν περιορίστηκε στα επίσημα μαντεία, Εκτός από τις μυθολογικές μορφές όπως η Κασσάνδρα, η Βακίδα, η Σίββυλα, για τις οποίες πίστευαν ότι προφήτευαν σε κατάσταση κατοχής, ο Πλάτωνας αναφέρει μερικούς προφήτες σαν συνηθισμένους τύπους της εποχής του, κάποια πρόσωπα γνωστά ως «εγγαστρίμυθοι» και κατόπι σαν «Πύθωνες», από τους οποίους κάποιος Ευρυκλής, ήταν αρκετά φημισμένος, και τον αναφέρουν ο Αριστοφάνης και ο Πλάτωνας. (Ο Πλάτωνας τους ονομάζει «θεομάντεις» και «χρησμωδούς» [Μένων 99C], ή «χρησμωδούς» και «μάντεις θείους» [Ιων. 534C]. Πέφτουν σε ενθουσιασμό και εκστομίζουν αλήθειες για τις οποίες δεν γνωρίζουν τίποτε, και έτσι διακρίνονται καθαρά και από τους μάντεις εκείνους που δίνουν πίστη στα πουλιά, [Φιλ. 67B], και από τους χρησμολόγους, που απλώς παραθέτουν ή ερμηνεύουν παλιούς χρησμούς.). Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι η κατοχή των εγγαστρίμυθων συγκρίνεται με την κατάσταση που συνήθως αποδίδουν στην Πυθία, αν και δεν φαίνεται καθαρά μέχρι που φτάνει η σύγκριση.
Η ΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΜΑΝΙΑ (ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ)
Το δεύτερο είδος μανίας είναι η Τελεστική ή τελετουργική μανία, η μανία του Διόνυσου. Η λειτουργία της είναι καθαρά καθαρτική με την ψυχολογική έννοια, επειδή καθαρίζει το άτομο από εκείνες τις μολυσματικές άλογες ορμές οι οποίες όταν παρεμποδίζονται προκαλούν το ξέσπασμα της ορχηστικής μανίας και παρόμοιων εκδηλώσεων ομαδικής υστερίας. Έτσι οι ορμές αυτές ανακουφίζονταν με την τελετουργική διέξοδο. Σκοπός της λατρείας του Διόνυσου ήταν η έκσταση που μπορούσε να σημαίνει τα πάντα από το «γίνομαι εκτός εαυτού», μέχρι την βαθιά αλλαγή της προσωπικότητας.
Ο οικείος κόσμος όπου οι άνθρωποι με τέτοια ασφάλεια και άνεση έχουν οργανωθεί, αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει πλέον. Ο πάταγος της έλευσης του Διόνυσου τον έχει σαρώσει. Όλα άλλαξαν. Πρόβαλε ο αρχέγονος κόσμος, ανοίχτηκαν τα βάθη του είναι, οι αρχέγονες μορφές κάθε δημιουργικού και καταστροφικού στοιχείου βγήκαν στην επιφάνεια και τίναξαν στον αέρα την εικόνα του εύτακτου κόσμου στην οποία είναι κανείς εθισμένος. Η μορφή της αλήθειας αυτής είναι ο μανιασμένος. Στο μύθο, όταν είναι παρών ο Διόνυσος αναβλύζουν θρεπτικές, μεθυστικές πηγές από το έδαφος, οι βράχοι ανοίγουν και τρέχουν από μέσα τους ρυάκια. Κάθε τι κλειστό ανοίγει. Πανάρχαιοι κανόνες έχουν χάσει την δύναμή τους και τα μεγέθη του χωροχρόνου δεν ισχύουν πλέον.
Στις Βάκχες του Ευριπίδη διαβάζουμε « Στο χώμα ρέει γάλα, ρέει κρασί, ρέει νέκταρ μελισσών και στον αέρα υπάρχει ατμός σαν από συριακό θυμίαμα» (Βάκχες 141). Οι κατεχόμενες από τον θεό γυναίκες αντλούν γάλα και μέλι από τα ποτάμια. Χτυπούν με τον θύρσο βράχους και εκρέει δροσερό νερό. Τον κατεβάζουν στην γη και αναβλύζει μία πηγή κρασιού. Αν θέλουν γάλα ξύνουν με τα δάκτυλα το χώμα και βγαίνει και από το ξύλο του κισσού που έχουν φτιάξει τους θύρσους στάζει μέλι. Η φωτιά δεν τις καίει, (όπως τους αναστενάρηδες) σιδερένιο όπλο δεν τις πληγώνει και φίδια γλείφουν τον ιδρώτα του προσώπου τους. Και αυτές μέσα από την μανία γίνονται ένα με τον θεό.
Ήδη οι ονομασίες του Διόνυσου τον χαρακτηρίζουν σαν θεό παραληρηματικής αγριότητας. Ονομάζεται «ηχηρός», βρώμιος, είναι αυτός που «βοά δυνατά». Από τους αλαλαγμούς (ευοί) που αντηχούσαν ονομάστηκε Εύιος και οι γυναίκες του εσμού του Ευάδες. Βροντόφωνα και διαπεραστικά όργανα τον συνόδευαν, όπως βλέπουμε σε αναπαραστάσεις. Ο τάραχος που συνοδεύει την είσοδο του Διόνυσου και της θείας ακολουθίας του, ο τάραχος που προκαλεί ο ανθρώπινος εσμός, κατειλημμένος με το πνεύμα του θεού, είναι ένα γνήσιο σύμβολο πνευματικής έκστασης. Και στην πιο μεγάλη της ένταση συμβαίνει ο πάταγος της μανίας να είναι στην πραγματικότητα η πιο βαθιά σιωπή. Παραληρηματικός θόρυβος και παγωμένη σιωπή είναι απλώς μορφές του ανώνυμου αυτού που ξεπερνά κάθε σύλληψη.
Σε παραστάσεις η Μαινάδα μας τρομάζει με το παγωμένο της βλέμμα, τα μάτια της που κοιτάζουν άγρια, τα μαλλιά της που ανεμίζουν την γλώσσα που βγαίνει προς τα κάτω και την μανιώδη κίνηση με το κεφάλι γερμένο στη μια πλευρά. Στέκει όμως ολόρθη βυθισμένη στη σιωπή, ασυγκίνητη. Η ζοφερή σιωπή αναφέρεται σαν χαρακτηριστικό των κατειλημμένων από τον Διόνυσο γυναικών. Για τους μελαγχολικούς και σιωπηρούς χαρακτήρες έλεγαν ότι μοιάζουν στις Βάκχες, επειδή είναι στον τύπο τους να σιωπούν. (επί των αεί στυγνών και σιωπηλών, παρόσον αι Βάκχαι σιωπώσιν. Βάκχης τρόπον. Σουϊδας). Οι Μαινάδες κατεχόμενες από τον Διόνυσο ξεχύνονται ορμητικά, στροβιλίζονται μέσα σε δίνες μανίας ή στέκουν σιωπηλές σαν νά 'χουν πετρώσει. Ο Αισχύλος λέει ότι ο ήχος του αυλού είναι παρακινητής της μανίας. Άλλες θεότητες που προκαλούν ψυχικές διαταραχές είναι η Εκάτη, η «Μητέρα των θεών», ο Αρης, ο Ποσειδώνας, ο Πάνας και οι Κορύβαντες.
Η σαφέστερη εικόνα περί Κορυβαντισμού, είναι ότι πρόκειται για μορφή μανίας που οφείλεται στους Κορύβαντες, δηλαδή πνεύματα συνδεόμενα με την μεγάλη θεά της Φρυγίας και της Μικράς Ασίας την Μητέρα των Θεών. Οσοι κατέχονται από αυτή την μανία ονομάζονται κορυβαντιώντες δηλαδή «αυτοί που κάνουν τους Κορύβαντες», συνεπώς πρόκειται για ειδική μανία. Οι Κορύβαντες, όπως και οι Κρήτες Κουρήτες, όπως και ο Πάνας και άλλα πνεύματα, μπορούσαν να προκαλέσουν ψυχικές διαταραχές. Στον Αριστοφάνη βρίσκουμε το σχόλιο ότι «τα Μυστήρια των Κορυβάντων έχουν σαν σκοπό τον καθαρμό δια μανίας», το αναφέρει στις Σφήκες, και λέει ότι αυτά τα Μυστήρια ήταν συνηθισμένα για να θεραπεύουν την μανία.
Το ίδιο φαινόταν να κάνει και η Κυβέλη καθώς και η Εκάτη. Υπάρχει μεγάλη ομοιότητα στην Κορυβαντική αγωγή και στην παλαιά Διονυσιακή αγωγή. Και οι δύο επιταχύνουν την κάθαρση χρησιμοποιώντας ένα μεταδοτικό «οργιαστικό» χορό, συνοδευόμενο από το ίδιο είδος οργιαστικής μουσικής, ήχοι παιγμένοι κατά τρόπο φρυγικό στον αυλό και στο τύμπανο. Ο εκστατικός χορός είναι χαρακτηριστικό του Κορυβαντισμού. Ο Πλάτωνας αναφέρει ότι οι Κορύβαντες χορεύουν μαινόμενοι, ο Στράβωνας ότι είναι δαιμονόπληκτοι χορευτές και ότι το ρήμα κορυβαντιάνω, δηλαδή κάνω τον Κορύβαντα, χρησιμοποιείται για αυτούς που φρενιάζουν υπό το κράτος της μανίας. Η Κορυβαντική μανία προκαλεί καρδιακή ταραχή, χύνουν πολλά δάκρυα, βγάζουν άγριες κραυγές, έχουν ακουστικές φαντασιώσεις. Βέβαια όπως σε όλες τις μορφές μανίας μετά τον παροξυσμό επέρχεται ανακούφιση.
Στον Πλατωνικό διάλογο Ευθύδημο λέει ότι ο εξορκισμός των Κορυβάντων κατέληγε σε πραγματική Μύηση, στην τελετή της ενθρόνισης, και ο μαινόμενος αποκτά νέα προσωπικότητα. Όταν τελικά ο χορευτής καταβληθεί από την εξάντληση, αισθάνεται απελευθερωμένος και λυτρωμένος όχι μόνο από την μανία του, αλλά και από καθετί που προηγουμένως τον καταπίεζε : αυτός είναι ο «καθαρμός δια της μανίας». Τα δύο είδη λατρείας απευθύνονταν σε όμοιους ψυχολογικά τύπους και παρήγαγαν όμοιες ψυχολογικές αντιδράσεις. Σύμφωνα με μαρτυρία του Πλάτωνα τα φυσικά συμπτώματα των «κορυβαντιώντων» ήταν υστερικά κλάματα και άγρια χτυπήματα της καρδιάς (Συμπ. 215 Ε) και όλα αυτά συνοδεύονταν από ψυχική διαταραχή. Οι χορευτές ήταν «έξω φρενών», όπως οι χορευτές του Διόνυσου και προφανώς έπεφταν σε κάποιο είδος καταληψίας.
Σύμφωνα πάλι με τον Πλάτωνα οι αρρώστιες που οι Κορύβαντες θεραπεύουν είναι «φοβίες ή αγχώδη αισθήματα που τα προκαλεί μία νοσηρή ψυχική κατάσταση ( δείματα δι' έξιν φαύλην της ψυχής τινά Νόμοι 790 Ε)
Ο Πλάτωνας γνωρίζει την μανία του φιλόσοφου (μανία και βακχεία, Συμπ. 218b), και ο Schelling λέει «από τον καιρό του Αριστοτέλη έχει γίνει κοινός τόπος να λέμε ότι χωρίς μία κατάσταση μανίας δεν επιτυγχάνεται τίποτα μεγάλο. Όποιος παράγει κάτι ζωντανό πρέπει να καταδύεται στους μυχούς όπου κατοικούν οι δυνάμεις της ζωής. Και όταν αναδύεται, υπάρχει μια λάμψη στα μάτια του γιατί εκεί κάτω κατοικεί ο θάνατος μαζί με την ζωή.»
Η εμπειρία των παραδοσιακών λαών μας λέει: όπου κινείται κάτι ζωντανό εκεί κοντά υπάρχει και ο θάνατος. Και στο βαθμό που αυτό είναι ζωντανό, μεγαλώνει και η εγγύτητα του θανάτου μέχρι που φτάνει στην ύψιστη στιγμή, στην μαγεία της νέας δημιουργίας, όπου ζωή και θάνατος συναντιούνται. Η ζωή έχει βάθος επειδή είναι μεθυσμένη από θάνατο. Εκεί που η ζωή αναγεννιέται εκ νέου για μια στιγμή πέφτει το παραπέτασμα μεταξύ αυτής και του θανάτου
Οι νεκρικές τελετές των λαών συνέπεφταν με την έναρξη της άνοιξης. Τα πνεύματα του βασιλείου των νεκρών είναι παρόντα στην αφύπνιση της φύσης. Ο οργασμός της άνθησης και της γονιμότητας σκιάζεται από την αύρα του θανάτου. Τα Ανθεστήρια ήταν η πιο σημαντική νεκρική γιορτή στην Αθήνα και γινόταν στην αρχή της άνοιξης. Πίστευαν ότι εκείνη την ημέρα οι νεκροί επισκέπτονταν τους ζωντανούς και διέμεναν μαζί τους έως ότου μία τελετουργική φράση σήμαινε ότι πλησιάζει η ώρα για να απομακρυνθούν.
Ο Διόνυσος είναι ο επισκέπτης και ο κάτοικος του κόσμου των νεκρών, προτού εμφανιστεί κοιμόταν στον οίκο της Περσεφόνης, ο Νύκτιος. Ο Ηράκλειτος λέει: «Ο Άδης και ο Διόνυσος με τον οποίον μαίνονται και λυσσούν είναι ένας και αυτός». Από το μυχό της ζωής που λόγω του θανάτου έγινε αβυσσαλέος αναδύεται κάθε εκδήλωση μέθης. Από εδώ πηγάζει η μουσική η Διονυσιακή, και μεταμορφώνει τον κόσμο στον οποίο η ζωή έγινε συνήθεια και εξασφάλιση και ο θάνατος απειλητικό κακό.
Από την άβυσσο κατάγεται και η έκσταση και η μαντική, Η ζωή μέσα στην υπερβολή της εκδηλώνει την μανία. Η μανία που ονομάζεται Διόνυσος δεν είναι ασθένεια, εξασθένιση της ζωής, αλλά η άκρα υγεία, η θύελλα που ξεσπά από τα ίδια τα έγκατα της όταν ωριμάζει και ορμά προς την υπέρβασή της. Και η βαθιά διέγερση με την οποία αγγέλλεται αυτή η μανία βρίσκει την γλώσσα της στην Μουσική και στον χορό.
Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΑΝΙΑ (ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ)
Ο τρίτος τύπος της Πλατωνικής θείας μανίας, που ορίζεται από τον φιλόσοφο ως «κατοχή» (κατοκωχή) είναι η μανία από τις Μούσες και ο ίδιος έλεγε πως είναι εντελώς απαραίτητος για την παραγωγή της άριστης ποίησης.
Η σχέση των ποιητών και των Μουσών ανάγεται στην Επική παράδοση, όταν μία Μούσα που πήρε την σωματική όραση του Δημόδοκου και του έδωσε κάτι καλύτερο, το χάρισμα του τραγουδιού, επειδή τον αγαπούσε. ((Οδ. 8). Οι μελετητές συσχετίζουν το Μούσα με το Monς, θεωρώντας τες αρχικά ως ορεινές νύμφες και πάντοτε οι άνθρωποι πίστευαν πως η συνάντηση με μία νύμφη είναι επικίνδυνη. Ο Ησίοδος λέει πως μερικοί άνθρωποι είναι ποιητές χάρη στις Μούσες, όπως κάποιοι άλλοι είναι βασιλιάδες, χάρη στον Δία. «Γιατί από τις Μούσες και από τον μακροβόλο Απόλλωνα βγαίνουν στον κόσμο οι τραγουδιστάδες κι οι κιθαριστές, και από τον Δία οι βασιλιάδες, και αυτός που οι Μούσες αγάπησαν, μακάριος αυτός είναι και ρέει από το στόμα του τ' ολόγλυκο γλυκό τραγούδι». (Θεογ., 95). Φυσικά εδώ ο Ησίοδος δεν αναφέρεται στην κενή γλώσσα των φιλοφρονήσεων που δημιουργήθηκε αργότερα, αλλά στην γλώσσα που είχε θρησκευτική σημασία. Αυτή η δύναμη φαίνεται στην ποιητική γλώσσα, η οποία έχει ένα στοιχείο που δεν το έχουμε «εκλέξει», αλλά μας είναι «δοσμένο», και για την αρχαία ελληνική ευσέβεια, «δοσμένο» σημαίνει «θεϊκά δοσμένο».
Βλέπουμε ότι ο Όμηρος στην Ιλιάδα επικαλείται προσωπικά τις Μούσες για να τον βοηθήσουν, για το περιεχόμενο όχι για την μορφή του έργου του. Ο ποιητής επικαλείται πάντοτε τις Μούσες για αυτό που θα πει, πότε και πως θα το πει και τα θέματα για τα οποία ζητά βοήθεια, είναι πάντοτε πραγματικά. Αρκετές φορές ζητά πληροφορίες για σπουδαίες μάχες (Ιλ. 11, 218), άλλη φορά παρακαλεί να εμπνευστεί έναν στρατιωτικό κατάλογο "επειδή εσείς είστε θεές, παρατηρείτε τα πάντα, γνωρίζετε τα πάντα, εμείς αυτό που ακούμε είναι μονάχα η φήμη και όχι η γνώση" (Ιλ. 2, 484). Ζητάει ο ποιητής εδώ την θέαση του παρελθόντος.
Όπως η αλήθεια για το μέλλον μπορούσε να γίνει προσιτή μόνο αν ο άνθρωπος μπορούσε να έρθει σε επαφή με μία γνώση ευρύτερη από την δική του, έτσι μπορούσε να γίνει και για την αλήθεια του παρελθόντος. Οι ποιητές, όπως οι μάντεις, είχαν τα τεχνικά τους βοηθήματα και την εξάσκησή τους, όμως η όραση του παρελθόντος ή η ενόραση του μέλλοντος, παρέμεναν μυστηριώδης λειτουργίες που εξαρτιόταν τελεσίδικα από την θεία χάρη. Με αυτήν την χάρη ο μάντης και ο ποιητής, ερχόταν σε επαφή με μία απρόσιτη γνώση.
Το χάρισμα λοιπόν των Μουσών ή ένα από τα χαρίσματά τους είναι η δύναμη του αληθινού λόγου. Και αυτό είπαν οι Μούσες του Ησιόδου στον Ελικώνα, αν και ομολόγησαν πως μπορούσαν επίσης κάποτε να λένε ψέματα που παραποιούσαν την αλήθεια. «Ξέρουμε ψέματα πολλά να λέμε, όμοια μ' αλήθειες, μα ξέρουμε μαθές, αν θέλουμε αλήθειες να ιστορούμε (Θεογ. 25)».
Αυτό που ο Πίνδαρος ζητούσε από τις Μούσες ήταν η αλήθεια «Μάντευε Μούσα και εγώ θα γίνω εκφωνητής σου (προφατεύσω)» Βλέπουμε εδώ ότι τον ρόλο της Πυθίας δεν τον παίζει ο ποιητής, αλλά η Μούσα. Ο ποιητής δεν ζητά ο ίδιος «να δαιμονιστεί», αλλά μόνο να ενεργήσει σαν ερμηνευτής της εκστασιασμένης Μούσας. Η έννοια του «φρενιώδη» ποιητή που συνθέτει σε κατάσταση έκστασης, δεν παρουσιάζεται νωρίτερα από τον 5ο αιώνα. Μπορεί να είναι παλαιότερη, επειδή ο Πλάτωνας την αποκαλεί «παλαιό μύθο», παλιά ιστορία. Ο πρώτος που μίλησε για ποιητική έκσταση είναι ο Δημόκριτος που έλεγε ότι τα ωραιότερα ποιήματα είναι αυτά που συνέθεταν «μετ' ενθουσιασμού και ιερού πνεύματος» και δεν δεχόταν να γίνει κάποιος ποιητής, χωρίς ιερό πνεύμα. Έλεγε πως η ποίηση είναι αποκάλυψη πέρα από το λογικό και πάνω από το λογικό «Τα τραγούδια με έκαμαν και όχι εγώ αυτά » λέει ο Γκαίτε. «Δεν είμαι εγώ που σκέφτομαι, είναι οι ιδέες μου που σκέφτονται για μένα» αναφέρει ο Λαμαρτίνος.
Η Μούσα, μας λέει ο Πλάτωνας κάνει τους ποιητές «Θεόπνευστους». «Όλοι οι μεγάλοι επικοί ποιητές, στηριγμένοι, όχι πάνω σε τεχνική γνώση, μα επειδή υπάρχει μέσα τους και κυριαρχεί το θείο, δημιουργούν όλα τούτα τα όμορφα ποιήματα. Όπως εκείνοι που «Κορυβαντιούν», χορεύουν δίχως νά 'χουν επίγνωση, έτσι και οι μελωποιοί. Χωρίς να ξέρουν τι κάνουν, φτιάχνουν τις όμορφες μελωδίες τους. Όταν ωστόσο μπουν μέσα στην αρμονία και τον ρυθμό, τους πιάνει «βακχεία», και κάτω από μία δύναμη θεϊκή, όπως οι Βάκχες βγάζουν από τα ποτάμια μέλι και γάλα, ενώ σαν βρίσκονται σε κατάσταση νηφαλιότητας όχι, και των λυρικών ποιητών η ψυχή τα ίδια κάνει. Μας λένε δηλαδή πως από πηγές όπου τρέχει μέλι ή από κήπους και από πολύδενδρα φαράγγια των Μουσών κόβουν τις μελωδίες και μας τις φέρνουν. Και όπως οι μέλισσες πετάνε και τούτοι. Πράγμα που είναι δικαιολογημένο, αφού ο ποιητής δεν έχει βάρος, είναι φτερωτός και ιερός. Τα ποιήματα τα φτιάχνει όταν γίνει θεόπνευστος και χάσει το μυαλό του. Γιατί όταν εξακολουθεί να υπάρχει κατάσταση πνευματικής ισορροπίας, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φτιάξει στίχους και να κάνει χρησμούς.» (Ιωνας).
Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΜΑΝΙΑ (ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ)
Και σε αυτήν έχουμε κάτι «δοτό», κάτι που συμβαίνει σε κάποιον δίχως να το διαλέξει και δίχως να ξέρει τους λόγους, είναι δουλειά ενός φοβερού δαίμονα. Ξανά και σε αυτήν την μανία, και μάλιστα περισσότερο από τις άλλες ο Πλάτωνας αναγνωρίζει την λειτουργία της θείας χάρης και χρησιμοποιεί την παλιά θρησκευτική γλώσσα για να εκφράσει αυτήν την αναγνώριση. Ο Έρωτας έχει μια ειδική σημασία για τον Πλάτωνα καθώς είναι το μόνο βίωμα που φέρνει κοντά τις δύο φύσεις του ανθρώπου, δηλαδή την θεία ψυχή και το χαλιναγωγημένο θηρίο. «Μεγάλος δαίμονας που έχει την δύναμη να ερμηνεύει και να μεταφέρει στους θεούς τα ανθρώπινα και στους ανθρώπους τα θεϊκά, εκείνων τις προσευχές και τις θυσίες, αυτών τις προσταγές και τις ανταμοιβές και όντας στην μέση και των δύο, συμπληρώνει το κενό, ώστε το Σύμπαν να συνδέεται με τον εαυτό του. Μέσω αυτού προχωρεί και ολόκληρη η μαντική και η τέχνη των ιερέων η σχετική με τις θυσίες, τις μυήσεις, τους μαγικούς ψαλμούς, και γενικά την μαγεία και την μαγγανεία» (Συμπόσιο 202).
Γιατί ο Έρωτας είναι τελείως ριζωμένος μέσα σε αυτό που μοιράζονται εξίσου ο άνθρωπος με τα ζώα τη φυσιολογική ορμή του σεξ και επιπλέον παρέχει την δυναμική ορμή που οδηγεί την ψυχή, στο να αναζητήσει μια ικανοποίηση που υπερβαίνει την γήινη εμπειρία. Καλύπτει όλη την έκταση της ανθρώπινης προσωπικότητας και δημιουργεί τη μοναδική εμπειρική γέφυρα μεταξύ του ανθρώπου όπως είναι και του ανθρώπου, όπως μπορούσε να είναι.
«Δεν είναι κάθε Έρωτας καλός και άξιος να εγκωμιαστεί, παρά εκείνος που παρακινεί για ευγενικά ερωτικά αισθήματα. Εκείνος της Πάνδημου Αφροδίτης είναι κοινός για όλο τον κόσμο και έχει σαν αντικείμενο οτιδήποτε τύχει., ερωτεύονται περισσότερο τα σώματα παρά τις ψυχές. Ο άλλος της Ουράνιας -η οποία δε έχει μέσα της το θηλυκό στοιχείο, αλλά μόνο το αρσενικό, και είναι απαλλαγμένη από ασέλγεια-εμπνέει όσους αγαπούν εκείνο που είναι από την φύση του δυνατότερο και έχει περισσότερο μυαλό. (Συμπ. 181).
«Η ερωτική μανία δίνεται από τους θεούς για να προσφέρει την μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία. Όταν κάποιος "βλέπει" το κάλλος που βρίσκεται στην γη, θυμάται το αληθινό κάλλος. Η ψυχή του φτερουγίζει, αποκτώντας δηλαδή φτερά και έχοντας την επιθυμία να πετάξει, χωρίς όμως και να μπορεί, κατηγορείται ότι βρίσκεται σε κατάσταση μανίας, κοιτάζοντας ψηλά, σαν να είναι πουλί και αδιαφορώντας για τα χαμηλά. Επομένως η μανία αυτή είναι ίσως η περισσότερο άριστη απ' όλους τους ενθουσιασμούς και καταγόμενη από άριστη γενιά, και για αυτούς που την κατέχουν και για αυτούς που συμμετέχουν σ' αυτήν, και συμμετέχοντας στην μανία αυτού του είδους, αυτός που επιθυμεί το ωραίο ονομάζεται εραστής.
Κάθε ανθρώπινη ψυχή με τις φυσικές της δυνάμεις έχει αντικρίσει τα πραγματικά όντα, διαφορετικά δεν θα μπορούσε να μπει σε αυτό εδώ το ζώο (σώμα). Δεν είναι όμως εύκολο για κάθε ψυχή να θυμηθεί την ουσία των πραγμάτων από τις γήινες μορφές τους και έτσι λίγες θυμούνται αρκετά καλά. Εκείνες που κάποτε αντίκρισαν κάποιο ομοίωμα των όντων στον ουρανό ταράσσονται και δεν συγκρατούν τον εαυτό τους. Αγνοούν από ποίο πάθος καταλαμβάνονται, γιατί δεν συνειδητοποιούν σωστά την κατάστασή τους.
Εκείνος που δεν έχει πρόσφατη μνήμη των θεϊκών όντων όταν βλέπει το ωραίο δεν αισθάνεται σεβασμό, αλλά παραδομένος στην ηδονή, επιχειρεί να ακολουθήσει τις συνήθειες των τετράποδων ζώων και να σπείρει παιδιά. Εκείνος όμως που έχει πρόσφατη την ανάμνηση των ουράνιων όντων, που αντίκρισε πολλά θεϊκά μυστήρια, όταν κάποτε δει ένα πρόσωπο θεόμορφο, που μιμείται ωραία το πραγματικό κάλλος, ή αν δει ένα είδωλο του πραγματικού σώματος του όντος, πρώτα νοιώθει φρίκη και έπειτα εισέρχεται στην συνείδησή του κάποιος από τους ιερούς τρόμους του παρελθόντος. Δίνει την εντύπωση ότι μεταβλήθηκε από την φρίκη και πως τον έχει καταβάλει ιδρώτας και ασυνήθιστος πυρετός. Γιατί αφού δεχτεί μέσω της όρασης την αντανάκλαση της πραγματικής ομορφιάς καίγεται από τον πυρετό εκείνο με τον οποίο δροσίζεται το φτέρωμα της ψυχής του, αφού μάλιστα νοιώσει την κάψα, λιώνουν τα αποκυήματα που περιζώνονται από την σκληρότητα και εμποδίζουν την ανάπτυξη του φτερώματος της ψυχής. Οταν όμως ορμήσει σαν χείμαρρος η τροφή αυτή, εξογκώνεται το σκληρό τμήμα του φτερώματος της ψυχής και ορμά προς τα πάνω από την ρίζα, μέσα σε ολόκληρη την ψυχή. Γιατί όλη η ψυχή ήταν παλιά φτερωτή. Βράζει λοιπόν η ψυχή μέσα σε αυτό το πάθος και αναταράσσεται και όπως ακριβώς νοιώθει περίεργο πάθος το βρέφος που πρωτοβγάζει δόντια, φαγούρα και ενοχλητικούς ερεθισμούς των ούλων, το ίδιο άγριο πάθος νοιώθει και η ψυχή του καθενός, όταν βγάζει τα πρώτα της φτερά. Βράζει λοιπόν και ερεθίζεται και νοιώθει φαγούρα καθώς βγάζει τα φτερά της. Αν αυτός που καταλήφθηκε από έρωτα είναι ένας από εκείνους που ακολούθησαν τον Δία, έχει την αξίωση το αντικείμενο του έρωτά του να έχει ψυχή όμοια κατά κάποιο τρόπο με την ψυχή του Δία.
πηγή: nea-acropoli-heraklio.gr