ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΠΡΟΚΛΟΣ - ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΩΝΑ (ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΙΜΑΙΟΝ ΠΛΑΤΩΝΟΣ Α΄)

ΠΡΟΚΛΟΣ ΑΠΑΝΤΑ 23 ( ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ 643 / ΣΕΙΡΑ ) 

Οι πλατωνικοί διάλογοι ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ και ΤΙΜΑΙΟΣ εκθέτουν ολόκληρη την πλατωνική φιλοσοφία με τον μεν πρώτο να αναφέρεται στον νοητό υπεραισθητό κόσμο και τον δεύτερο να αναφέρεται στον αισθητό κόσμο.


Μόνο ο Πλάτωνας, ακολουθώντας τους πυθαγορείους, κάνει λόγο και για τα συναίτια των φυσικών πραγμάτων, δηλαδή για το είδος που δέχεται τα πάντα και για το είδος που είναι δεσμευμένο στην ύλη, τα οποία υπηρετούν τα πρωταρχικά αίτια στην γένεσιν των όντων. Πριν από αυτά όμως διερευνά τα πρωταρχικά αίτια, το δημιουργικό, το υποδειγματικό και το τελικό, και για τον λόγο αυτό τοποθετεί πάνω από το σύμπαν έναν δημιουργό Νου, μια νοητή αιτία, μέσα στην οποία υπάρχει πρωταρχικά τα σύμπαν, και το ύψιστο Αγαθό, το οποίο είναι τοποθετημένο πριν από τον δημιουργό Νου, στην θέση του ποθητού προτύπου. Γιατί, καθώς αυτό που κινείται από κάτι άλλο είναι εξαρτημένο από την δύναμη εκείνου που το κινεί, ως εκ τούτου δεν είναι στην φύση του να παράγει, να τελειοποιεί ή να σώζει τον εαυτό του, αλλά για όλα αυτά χρειάζεται την δημιουργική αιτία και από εκείνη συγκρατείται. Είναι φυσικό, λοιπόν, και τα συναίτια των φυσικών φαινομένων να είναι εξαρτημένα από τα αληθινά αίτια, από τα οποία έχουν παραχθεί, με βάση τα οποία έχουν δημιουργηθεί από τον πατέρα των πάντων, και για τα οποία έχουν γεννηθεί. 

Εύλογα, λοιπόν, όλα αυτά έχουν παραδοθεί από τον Πλάτων εξετασμένα με ακρίβεια, καθώς και τα υπόλοιπα δυο, το είδος και το υλικό υπόστρωμα, εξαρτημένα από αυτά. Γιατί τούτος ο ορατός κόσμος δεν είναι ίδιος με τους νοητούς ή τους νοητικούς κόσμους, οι οποίοι έχουν λάβει υπόσταση με τα καθαρά είδη, αλλά υπάρχουν σε αυτόν δυο πράγματα, το ένα ως λόγος και είδος, και το άλλο ως υπόστρωμα. Αυτά όμως θα έχουμε την ευκαιρία να τα εξετάσουμε και πάλι. Από αυτά είναι φανερό ότι δικαιολογημένα ο Πλάτωνας έχει παρουσιάσει όλες αυτές τις αιτίες της κοσμογονίας, το ύψιστο  Αγαθό, το νοητό υπόδειγμα, το δημιουργικό αίτιο, το είδος και το υπόστρωμα της φύσης. Γιατί αν μιλούσε για νοητούς θεούς, θα παρουσίαζε σαν αίτιο τους μόνο το ύψιστο Αγαθό. Γιατί μόνο από αυτή την αιτία προέρχεται ο νοητός αριθμός. Αν μιλούσε για νοητικούς θεούς, θα θεωρούσε ως αιτία τους το ύψιστο Αγαθό και το νοητό. Γιατί το νοητικό πλήθος προέρχεται από τις νοητές ενάδες και την μία πηγή των όντων. Αν έκανε λόγο για τους υπερκόσμιους θεούς, θα τους παρήγαγε από τον καθολικό δημιουργό νου, από τους νοητούς θεούς και από το αίτιο των πάντων. Γιατί, σε όλα όσα γεννιούνται από τα κατώτερα, εκείνο δίνει υπόσταση κατά τρόπο πρωταρχικό, απόρρητο και ασύλληπτο. Επειδή, όμως, θα κάνει λόγο για εγκόσμια πράγματα και τον Σύμπαντα Κόσμο, ο Πλάτωνας θα τους δώσει ύλη και είδος, το οποίο φτάνει σε αυτόν από τους υπερκόσμιους θεούς, θα τον εξαρτήσει από τον καθολικό δημιουργό Νου, θα τον παρομοιάσει με το νοητό ζωντανό ον, θα το αναδείξει σε θεό μέσω της συμμετοχής του στο ύψιστο Αγαθό και έτσι θα κάνει τον Σύμπαντα Κόσμο ένα νοήμονα έμψυχο θεό.

Αυτός είναι, λοιπόν, ο σκοπός στον οποίο υποστηρίζουμε ότι αποβλέπει ο Τίμαιος, και τέτοιος, όπως τον περιγράψαμε. Καθώς, όμως, είναι τέτοιος, ορθά στην αρχή η τάξη του Σύμπαντος παρουσιάζεται με εικόνες, στην μέση έχει παραδοθεί ολόκληρη η κοσμογονία και προς το τέλος τα μέρη και τα τέλη της δημιουργίας συνδέονται με τα σύνολα. Η επανάληψη, λοιπόν, της Πολιτείας και ο μύθος για την Ατλαντίδα παρουσιάζουν την επισκόπηση του κόσμου μέσω εικόνων. Γιατί, αν τα συσχετίσουμε με την ένωση και το πλήθος των εγκόσμιων πραγμάτων, θα πούμε ότι η Πολιτεία, την οποία ανακεφαλαιώνει ο Σωκράτης, είναι εικόνα ένωσης, καθώς έχει θέση ως σκοπό της την ομόνοια που ενώνει τα πάντα, ενώ εικόνα της διαίρεσης και μάλιστα της αντίθεσης των δυο συστοιχιών του κόσμου είναι ο πόλεμος των Ατλάντων προς τους Αθηναίους, τον οποίον αφηγείται ο Κριτίας. Αν τα συσχετίσουμε με την ουράνια και την υποσελήνια περιοχή, θα πούμε ότι η Πολιτεία είναι εικόνα του ουράνιου κόσμου – γιατί και ο Σωκράτης λέει ότι το υπόδειγμα της είναι εδραιωμένο στον ουρανό -, ενώ ο πόλεμος των Ατλάντων προς του Αθηναίους είναι εικόνα της υποσελήνιας πλάσης η οποία λαμβάνει υπόσταση μέσω της αντίθεσης και της μεταβολής. Για αυτό, λοιπόν, τούτα προηγούνται της όλης μελέτης της φύσης.

Στην συνέχεια, έχει παρουσιάσει το δημιουργικό υπόδειγμα και το τελικό αίτιο του Σύμπαντος. Κι ενώ αυτά προϋπάρχουν, δημιουργείται το σύμπαν, και στο σύνολο και στα μέρη του: γεννιέται δηλαδή το σωματικό στοιχείο του, καθώς τέμνεται από τα είδη, από τις δημιουργικές τομές και από τους θεϊκούς αριθμούς. Παράγεται η ψυχή από τον δημιουργό νου και γεμίζει με αρμονικές αναλογίες και με θεϊκά και δημιουργικά σύμβολα. Συντίθεται το ζωντανό σύμπαν με βάση την ενιαία περίληψη του κόσμου μέσα στο νοητό, και τα μέρη που υπάρχουν σε αυτό τακτοποιούνται κατάλληλα μέσα στο σύνολο, και τα σωματικά και τα ζωτικά. 

Γιατί και οι επιμέρους ψυχές εγκαθίστανται και τοποθετούνται γύρω από τους ηγεμονικούς θεούς και γίνονται εγκόσμιες με τα οχήματα τους, μιμούμενες τους οδηγούς τους, και δημιουργούνται τα θνητά ζώα και λαμβάνουν ζωή από τους ουράνιους θεούς. Εδώ έχει εξεταστεί και πως και για ποιες αιτίες συγκροτήθηκε ο άνθρωπος, και μάλιστα έχει εξεταστεί αυτός πριν από τα άλλα επιμέρους όντα, είτε επειδή η εξέταση του ανθρώπου ταιριάζει σε εμάς που έχουμε θέσει σαν σκοπό μας την μελέτη του ανθρώπου και ζούμε σύμφωνα με αυτήν, είτε επειδή ο άνθρωπος είναι ένας μικρός κόσμος και υπάρχουν μέσα σε αυτόν κατά τρόπο μερικό όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο κατά τρόπο θεϊκό και καθολικό. Γιατί υπάρχει μέσα μας ο κατ’ ενέργεια νους και ψυχή λογική, η οποία προήλθε από τον ίδιο πατέρα και την ίδια ζωοποιό θεά με την καθολική ψυχή, και όχημα αιθέριο ανάλογο με τον ουρανό, και σώμα γήινο συγκροτημένο από την ανάμειξη των τεσσάρων στοιχείων, με τα οποία είναι συγγενικό. Αν, λοιπόν, χρειαζόταν να μελετήσουμε το σύμπαν με πολλούς τρόπους, ως υπόδειγμα και ως σύνολο στην νοητή του διάσταση, ως εικόνα και μέρη στην αισθητή του διάσταση, καλό θα ήταν να πραγματοποιηθεί πλήρως η μελέτη της φύσεως του ανθρώπου κατά την εξέταση του σύμπαντος. 

Θα μπορούσε επιπλέον να πει κανείς και τον εξής λόγο, ότι δηλαδή κατά την συνήθεια των πυθαγορείων θα έπρεπε να επισυνάψει στο αντικείμενο της μελέτης την αναφορά σε αυτό που πραγματοποιεί την μελέτη. Γιατί, αφού κατέχουμε ποιος είναι ο κόσμος, θα έπρεπε, πιστεύω, να προσθέσει κι εκείνο, ποιο δηλαδή είναι αυτό που τα εξετάζει αυτά και τα κατανοεί λογικά. Ότι και σε αυτό στόχευσε, το δήλωσε προς το τέλος λέγοντας ρητά ότι αυτός που πρόκειται να κατακτήσει την μακάρια ζωή “πρέπει να εξομοιώσει αυτό που κατανοεί με αυτό που κατανοείται”. Γιατί το σύμπαν είναι πάντα μακάριο. Και το δικό μας σύνολο θα γίνει μακάριο, αν εξομοιωθεί με το σύμπαν. Γιατί έτσι θα αναχθεί προς την αιτία. Γιατί, όποια σχέση έχει ο νοητός άνθρωπος με το αληθινό ζωντανό ον. Επίσης, εκεί τα κατώτερα εξαρτώνται από τα ανώτερα και τα μέρη είναι αχώριστα από το σύνολα και είναι εδραιωμένα μέσα τους. Ως εκ τούτου, λοιπόν, όταν και ο εδώ άνθρωπος εξομοιώνεται με το σύμπαν, θα μιμηθεί το υπόδειγμα του με τον κατάλληλο τρόπο και θα γίνει κόσμιος λόγω της εξομοίωσης με τον κόσμο και μακάριος λόγω της εξομοίωσης με τον μακάριο θεό.

Μετά από όσα έχουμε πει, εξετάζοντας λεπτομερώς και τα τελευταία επιτεύγματα της δημιουργίας κατά τα γένη και τα είδη τους, όσα δηλαδή συμβαίνουν στον αέρα, στην γη και στα ζώα, αντίθετα με τη φύση και σύμφωνα με την φύση. Εδώ εμφανίζεται και η αρχή της ιατρικής. Γιατί εδώ σταματά ο φυσικός, αφού είναι παρατηρητής της φύσης. Γιατί μαζί με την φύση υπάρχει το σύμφωνο με την φύση, ενώ το αντίθετο με την φύση αποτελεί υπέρβαση της φύσης. Με πόσους, λοιπόν, τρόπους γίνεται η εκτροπή και πώς επαναφέρεται στο μέτρο και στην φύση, είναι έργο της ιατρικής τέχνης να τα αναπτύξει.

Σε αυτή, μάλιστα, την ενότητα ο Πλάτωνας συμφωνεί περισσότερο με τoυς υπόλοιπους φυσικούς. Γιατί εκείνοι, επειδή πρόσεχαν την ύλη και παρατούσαν τα είδη και τις πρωταρχικές αιτίες, ασχολούνταν με τα πιο υλικά τελευταία έργα της φύσης, αφήνοντας τον Σύμπαντα Ουρανό και τις τάξεις των εγκόσμιων θεών. Μου φαίνεται ότι και ο δαιμόνιος Αριστοτέλης, ο οποίος προσπάθησε όσο μπορούσε να μιμηθεί την διδασκαλία του Πλάτωνα, διαμόρφωσε αναλόγως και την όλη μελέτη της φύσης, διαπιστώνοντας τα εξής: πρώτον, τα κοινά στοιχεία όλων των φυσικών πραγμάτων, δηλαδή το είδος, το υπόστρωμα, αυτό από το οποίο προέρχεται η αρχή της κίνησης, την κίνηση, τον χρόνο και τον τόπος, τα οποία και ο Πλάτωνας έχει παραδώσει σε αυτόν τον διάλογο, δηλαδή, το διάστημα, τον χρόνο που είναι εικόνα της αιωνιότητας και έλαβε υπόσταση μαζί με τον ουρανό, και τα διάφορα είδη της κίνησης και τα συναίτια των φυσικών πραγμάτων. Δεύτερον, τα ιδιαίτερα στοιχεία των πραγμάτων που ως προς την ουσία τους είναι διαιρεμένα. Από αυτά τα δεύτερα, παρατήρησε πρώτα όσα ανήκουν στον ουρανό, σε συμφωνία με τον Πλάτωνα, αφού θεωρεί αγέννητο τον ουρανό και αποτελούμενο από μια Πέμπτη ουσία – γιατί σε τι διαφέρει να την ονομάσουμε πέμπτο στοιχείο ή πέμπτο κόσμο και πέμπτο σχήμα, όπως ονόμασε ο Πλάτωνας ; – Έπειτα όσα ανήκουν από κοινού σε ολόκληρη την υποσελήνια πλάση. 

Στον τομέα αυτό θα μπορούσε κανείς να θαυμάσει τον Πλάτωνα που με μεγάλη ακρίβεια διέκρινε τις ουσίες και τις δυνάμεις τους και διατήρησε σωστά την αρμονία και τις αντιθέσεις τους. Από όσα, τέλος, βρίσκονται μέσα στην υποσελήνια πλάση, διέκρινε αυτά που ανήκουν στα μετεωρολογικά φαινόμενα, των οποίων ο Πλάτωνας έχει παραδώσει τις αρχές και ο Αριστοτέλης επεξέτεινε την διδασκαλία τους πέρα από όσο έπρεπε. Έπειτα, όσα αποσκοπούν στην μελέτη των ζώων, τα οποία από τον Πλάτωνα έχουν διατυπωθεί με βάση όλα τα αίτια τους, τόσο τα τελικά όσο και τα συναίτια, ενώ από τον Αριστοτέλη έχουν εξεταστεί μετά βίας και εν συντομία με βάση το είδος. Γιατί ο Αριστοτέλης ως επί το πλείστον σταματά στην ύλη και, δίνοντας τις ερμηνείες των φυσικών φαινομένων στηριγμένος στην ύλη, μας αποδεικνύει πόσο υπολείπεται από την διδασκαλία του αρχηγέτη μας. Αυτά, λοιπόν, για τα θέματα αυτά.

Μετά από αυτά ας πούμε ποιο είναι το είδος του διαλόγου και ποιος ο χαρακτήρας του. Είναι, λοιπόν, αποδεκτό από όλους ότι ο Πλάτωνας πήρε το βιβλίο του πυθαγόρειου Τίμαιου, το οποίο είχε συγγράψει σχετικά με το σύμπαν, και προσπάθησε να γράψει έναν Τίμαιο με το πνεύμα των πυθαγορείων. Επίσης, από όσους έχουν έστω και λίγη σχέση με τον Πλάτωνα είναι αποδεκτό και τούτο, ότι δηλαδή ο χαρακτήρας του είναι σωκρατικός, φιλάνθρωπος και αποδεικτικός. Αν, λοιπόν, και κάπου αλλού ο Πλάτωνας συνδύασε την πυθαγόρεια με την σωκρατική ιδιότητα, αυτό φαίνεται να κάνει και στον διάλογο τούτο. Γιατί υπάρχει σε αυτόν από την πυθαγόρεια συνήθεια η ανωτερότητα του πνεύματος, η διανοητικότητα, η θεϊκή έμπνευση, η εξάρτηση των πάντων από τα νοητά, ο καθορισμός του σύμπαντος από τους αριθμούς, η ανύψωση, το ξεπέρασμα των επιμέρους αντιλήψεων, ο αποφθεγματικός τόνος. Από την σωκρατική φιλανθρωπία υπάρχει η φιλικότητα, η ηπιότητα, ο αποδεικτικός τόνος, η θεώρηση των όντων μέσω εικόνων, ο ηθικός τόνος, και όλα τα παρόμοια. Για αυτό ο διάλογος είναι μεγαλοπρεπής και αρχίζει τις παρατηρήσεις του από ψηλά, από της πρώτες αρχές, ενώ ανακατεύεται με τον αποφθεγματικό τόνο τον αποδεικτικό, και μας προετοιμάζει να κατανοούμε τα φυσικά πράγματα όχι μόνο με τρόπο φυσικό αλλά και με τρόπο θεολογικό. Γιατί και η ίδια η φύση που καθοδηγεί το σύμπαν, κατευθύνει το σωματικό στοιχείο εξαρτημένη από τους θεούς και εμπνεόμενη από αυτούς, χωρίς να είναι ούτε θεός ούτε άσχετη με την θεϊκή ιδιότητα, αφού φωτίζεται από τους θεούς που υπάρχουν αληθινά. Αν λοιπόν πρέπει και οι λόγοι να εξομοιώνονται με τα πράγματα “των οποίων είναι ερμηνευτές”, όπως ακριβώς θα πει ο ίδιος ο Τίμαιος, θα ήταν πρέπον και τούτος ο διάλογος να έχει και το φυσικό και το θεολογικό στοιχείο, μιμούμενος την φύση, της οποίας είναι παρατηρητής.

Επιπλέον, επειδή σύμφωνα με το πυθαγόρειο δόγμα τα πράγματα είναι χωρισμένα σε τρία μέρη, στα νοητά, στα φυσικά και στα ενδιάμεσα τους, τα οποία συνηθίζουν να αποκαλούν μαθηματικά, και επειδή είναι δυνατόν να τα διακρίνει κανείς όλα μέσα σε όλα με τον ανάλογο τρόπο – γιατί μέσα στα νοητά έχουν λάβει υπόσταση εκ των προτέρων τα ενδιάμεσα και τα τελευταία κατά τρόπο πρωτογενή, και μέσα στα μαθηματικά υπάρχουν και τα άλλα δύο, με τον τρόπο των εικόνων τα πρώτα και με τον τρόπο του υποδείγματος τα τρίτα, και μέσα στα φυσικά, τέλος, υπάρχουν εικόνες των προηγούμενων τους - εύλογα λοιπόν και ο Τίμαιος, αφού έδωσε υπόσταση στην ψυχή, παρουσιάζει τις δυνάμεις, του λόγους και τα στοιχεία της μέσα των μαθηματικών ονομασιών ενώ ο Πλάτωνας προσδιορίζει τις ιδιότητες της με βάση τα γεωμετρικά σχήμα και αποδέχεται ότι οι αιτίες όλων αυτών προϋπάρχουν στον νοητό και στον δημιουργό Νου κατά τρόπο πρωτογενή. Αρκετά, λοιπόν για αυτά, παρόλο που η λεπτομερής ανάλυση μπορεί να μας κάνει να σταθούμε περισσότερο στον χαρακτήρα του διαλόγου.

Η υπόθεση έχει περίπου ως εξής: ο Σωκράτης, αφού πήγε στον Πειραιά για την γιορτή των Βενδιδείνων και την λιτανεία, έχει συζητήσει εκεί για το πολίτευμα με τον Πολέμαρχο, τον  υιό του Κέφαλου, τον Γλαύκωνα, τον Αδείμαντο και, ασφαλώς τον Θρασύμαχο, τον σοφιστή. Την  ημέρα εκείνη βρίσκεται στην πόλη και αφηγείται στον Τίμαιο, στον Ερμοκράτη, στον Κριτία και σε κάποιον τέταρτο μετά από αυτούς, ανώνυμο, τη συζήτηση στον Πειραιά, όπως αυτή είναι καταγραμμένη στην Πολιτεία. Αφού τελείωσε την αφήγηση του, παρακάλεσε και τους υπόλοιπους να του ανταποδώσουν την φιλοξενία με τις δικές τους συζητήσεις την επόμενη μέρα. Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, για να ακούσουν και να ομιλήσουν την ημέρα εκείνη, η οποία ήταν η μεθεπόμενη από την συζήτηση στον Πειραιά. Γιατί στην Πολιτεία έχει ειπωθεί το “κατέβηκα χτες” και εδώ έχει ειπωθεί το “των χθεσινών φιλοξενούμενων και σημερινών οικοδεσποτών”. Σε αυτή την ακρόαση δεν παρευρίσκονται όλοι, αλλά ο τέταρτος λείπει λόγω ασθένειας.

Γιατί άραγε, θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, είναι τρεις οι ακροατές σε αυτή την συζήτηση όπου γίνεται λόγος για τον Σύμπαντα Κόσμο; Επειδή, θα απαντήσω, πρέπει ο πατέρας των λόγων να είναι ανάλογος με τον πατέρα των έργων. Γιατί η κοσμογονία των λόγων είναι εικόνα της κοσμογονίας του Νου. Και η τριάδα αυτών που υποδέχονται τους λόγους πρέπει να είναι ανάλογη με την δημιουργική τριάδα του πατέρα. Κορυφή της τριάδας αυτών που υποδέχονται τους λόγους είναι ο Σωκράτης, ο οποίος συνδέεται κατευθείαν με τον Τίμαιο λόγω της άμεσης συγγένειας της ζωής τους, όπως ακριβώς η κορυφή  της τριάδας που έχουν σαν υπόδειγμα είναι ενωμένη με εκείνον που βρίσκεται πάνω από την τριάδα. Αυτά, λοιπόν, θα τα αποδείξουμε πιο ξεκάθαρα στην συνέχεια, αν έτσι θέλουν οι Θεοί.

Καθώς έχουμε ήδη μιλήσει για τον σκοπό, ποιος και πόσο σπουδαίος είναι, όπως και για την δομή του διαλόγου και για τον χαρακτήρα του, επιπλέον και για την καταλληλότητα των προσώπων όσον αφορά τον παρόντα διάλογο, θα ταίριαζε να μεταβούμε στην ίδια την έκφραση και να εξετάσουμε το καθετί, με τον τρόπο που μπορούμε. Επειδή, όμως, το όνομα της φύσης εκλαμβάνεται διαφορετικά από τους διάφορους μελετητές και προκαλεί σύγχυση του στοχασμού του Πλάτωνα, οι οποίοι διερωτώνται πως εννοεί εκείνος το όνομα και ποια πιστεύει ότι είναι η ουσία της φύσης, ας μιλήσουμε πρώτα για αυτό. Γιατί στον διάλογο που έχει σαν θέμα του την μελέτη της φύσης θα ταιριάζει να γνωρίζουμε τι είναι η φύση και από που προέρχεται και μέχρι που απλώνει τις δημιουργίες της. Από τους παλαιούς, άλλοι αποκαλούσαν την ύλη, όπως ο Αντιφώντας, άλλοι το είδος, όπως ο Αριστοτέλης σε πολλά χωρία, άλλοι το Σύμπαν, όπως μερικοί πριν τον Πλάτωνα, για τους οποίους ανέφερε στους Νόμους ότι αποκαλούσαν φύσεις τα έργα της φύσης, άλλοι τις φυσικές ιδιότητες, όπως την βαρύτητα, την ελαφρότητα, την αραιότητα την πυκνότητα, όπως μερικοί από τους περιπατητικούς και τους ακόμη παλαιότερους φυσικού, άλλοι ονόμαζαν τη φύση τέχνη του θεού, άλλοι ψυχή κι άλλοι κάτι παρόμοιο. 

Ο Πλάτωνας, αντίθετα, δεν θεωρεί σωστά να ονομάζονται κυριολεκτικά φύση η ύλη, το είδος, το σώμα ή οι φυσικές ιδιότητες, ενώ διστάζει να την αποκαλέσει ευθέως ψυχή. Και, καθώς τοποθετεί την ουσία της ανάμεσα του, εννοώ ανάμεσα στην ψυχή και στις σωματικές ιδιότητες, αφού είναι υποδεέστερη από της ψυχή ως προς το ότι μοιράζεται στα σώματα και δεν επιστρέφει στον εαυτό της, και υπερέχει από τα κατώτερα της σώματα ως προς το ότι περιέχει τις λογικές αιτίες όλων τους και τα γεννά όλα και τους δίνει ζωή, μας έχει παραδώσει την πιο ακριβή θεωρία για αυτήν. 

Σύμφωνα με την κοινή αντίληψη, άλλο πράγμα είναι η φύση και άλλο πράγμα το φυσικό και το έργο της φύσης. Γιατί και το τεχνικό είναι άλλο πράγμα από την τέχνη. Και άλλο πράγμα είναι η νοητική  ψυχή και άλλο πράγμα η φύση. Γιατί η φύση ανήκει στα σώματα, καθώς βυθίζεται σε αυτά και είναι αχώριστη από αυτά, ενώ η ψύχη είναι χωριστή και εδραιωμένη στον εαυτό της και ανήκει ταυτόχρονα στον εαυτό της και σε κάτι άλλο, έχοντας την ιδιότητα να ανήκει σε άλλο ως αποτέλεσμα της συμμετοχής των άλλων σε αυτήν, και την ιδιότητα να ανήκει στον εαυτό της ως αποτέλεσμα της άρνησης της να κλίνει προς αυτό το οποίο μετέχει σε αυτήν, όπως ακριβώς ο πατέρας της ψυχής ανήκει μόνο στον εαυτό του, καθώς δεν επιδέχεται τη συμμετοχή κανενός άλλου όντος σε αυτόν, και όπως, αν θέλεις, πριν από αυτόν το νοητό υπόδειγμα του κόσμου είναι ο εαυτός του. 

Γιατί αυτά είναι συνεχόμενα το ένα με το άλλο: ο εαυτός, αυτό που ανήκει στον εαυτό του, αυτό που ανήκει στον εαυτό του και σε άλλο, αυτό που ανήκει σε άλλο, και το άλλο. Είναι φανερό ότι το άλλο είναι το αισθητό σύμπαν μέσα στο οποίο υπάρχει η τοπική διαίρεση και ο επιμερισμός. Από τους υπόλοιπους όρους, αυτό που ανήκει σε άλλο είναι η φύση η αχώριστη από τα σώματα, αυτό που ανήκει στο εαυτό του και σε άλλο είναι η ψυχή η οποία παραμένει στον εαυτό της και ακτινοβολεί μια κατώτερη ζωή σε κάτι άλλο, αυτό που ανήκει στον εαυτό του είναι ο δημιουργός Νους, ο οποίος παραμένει “στον εαυτό του κατά το συνηθισμένο του τρόπο”, και εαυτός είναι η νοητή αιτία των πάντων και υποδειγματική αιτία όσων δημιουργούνται από τον δημιουργό Νου, την οποία για τον λόγο αυτό έκρινε σωστό ο Πλάτων να την αποκαλεί “καθαυτό ζωντανό ον”. Η φύση λοιπόν είναι η τελευταία από τα αίτια που δημιουργούν τούτο το σωματικό και αισθητό σύμπαν. Είναι επίσης το πέρα της περιοχής των ασωμάτων ουσιών, γεμάτη από λογικά αίτια και δυνάμεις, με τις οποίες κατευθύνει τα εγκόσμια. Είναι και θεός, έχοντας την ιδιότητα να είναι θεός όχι από μόνης της αλλά από τη θεοποίηση της – γιατί και τα θεϊκά σώματα τα αποκαλούμενα θεούς, ως εικόνες των θεών – τέλος, καθοδηγεί τον Σύμπαντα Κόσμο με τις δυνάμεις της, συγκροτεί τον ουρανό με την υψηλή της θέση, κυβερνά τον υποσελήνιο κόσμο του γίγνεσθαι και παντού συνδέει τα επιμέρους με τα καθολικά. Καθώς είναι τέτοια, έχει προέλθει από τη ζωογόνο θεά: από την πλάτη της θεάς η απέραντη φύση έχει κρεμαστεί.

Από τη θεά αυτή προέρχεται κάθε ζωή, και η νοητική και αυτή πού είναι αχώριστη από τα κυβερνώμενα. Καθώς, λοιπόν, έχει εξαρτηθεί και κρέμεται από εκεί, απλώνεται μέσα σε όλα ανεμπόδιστα και εμπνέει τα πάντα. Εξαιτίας της ακόμα και τα πιο άψυχα μέρη του κόσμου μετέχουν σε κάποιο είδος ψυχής και τα φθαρτά παραμένουν αιώνια στον κόσμο, επειδή συγκροτούνται από τις αιτίες των ειδών που υπάρχουν μέσα σε εκείνη.

Η ακούραστη φύση εξουσιάζει τους κόσμους και τα έργα, λέει ο Χρησμός, για τα τρέχει ο ουρανός διανύοντας την αιώνια πορεία του, και τα λοιπά. Επομένως, αν κανείς από όσους κάνουν λόγο για τους τρεις δημιουργούς θέλει να τους αναγάγει σε αυτές τις αρχές, δηλαδή στον δημιουργό Νου, στην ψυχή και στην καθολική φύση, σωστά θα μιλά, για τους λόγους που έχουμε πει. Αν, όμως υποθέτει κάποιος άλλους τρεις δημιουργούς του Σύμπαντος πάνω από την ψυχή, δεν θα μιλά σωστά. Γιατί ένας είναι ο δημιουργός των πάντων, και το σύνολο της δημιουργίας του το μοιράστηκαν πιο επιμέρους δυνάμεις. Είτε, λοιπόν, ο Αμέλιος είτε ο Θεόδωρος υποστηρίζουν αυτή την διάταξη, δεν αποδεχόμαστε αυτό τον ισχυρισμό, αλλά θα φροντίσουμε να παραμείνουμε στις πλατωνικές και ορφικές θεωρίες.

Ωστόσο, και όσοι έχουν χαρακτηρίσει την φύση τέχνη δημιουργική, αν εννοούν αυτή που παραμένει μέσα στον ίδιο τον δημιουργό, δεν μιλούν σωστά, αν όμως εννοούν αυτήν που βγαίνει από τον δημιουργό, μιλούν σωστά. Γιατί πρέπει να εννοήσουμε την τέχνη ως τριπλή, μια αχώριστη από τον τεχνίτη, μια που βγαίνει από τον αυτόν και επιστρέφει σε αυτόν, και μια που βγήκε από αυτόν και μπήκε σε κάτι άλλο. Η τέχνη, λοιπόν, που βρίσκεται στον δημιουργό παραμένει σε αυτόν και είναι ο ίδιος ο δημιουργός, με βάση την οποία ονομάζεται “εργοτεχνίτης” από τους Χρησμούς και “Τεχνίτης του πύρινου κόσμου”. Η νοητική ψυχή είναι μεν τέχνη, αλλά μένει και βγαίνει. Η φύση μόνο βγήκε. Για αυτό και λέγεται όργανο των θεών, το οποίο δεν στερείται ζωής και δεν έχει μόνο την ιδιότητα να κινείται από κάτι άλλο, αλλά έχει κατά κάποιο τρόπο και την ιδιότητα να κινείται, να κινείται από μόνη της, επειδή ενεργεί από μόνη της. Γιατί τα όργανα των θεών έχουν λάβει την ουσία τους μέσα στις δραστικές λογικές αιτίες, είναι γεμάτα ζωή και βοηθούν τις ενέργειες των θεών.

Αφού, λοιπόν, έχει ειπωθεί τι είναι σύμφωνα με τον Πλάτωνα η φύση, ότι δηλαδή είναι ασώματη ουσία, αχώριστη από τα σώματα, η οποία έχει λογικές αιτίες των σωμάτων και δεν μπορεί να κοιτάζει στον εαυτό της, και αφού από αυτά είναι φανερό με ποια έννοια είναι “φυσικός” ο διάλογος ο οποίος μελετά ολόκληρη την κοσμογονία, θα ήταν επακόλουθο να προσθέσουμε τα επόμενα. Καθώς, λοιπόν, ολόκληρη η φιλοσοφία είναι χωρισμένη στην μελέτη των νοητών και στην μελέτη των εγκόσμιων, και μάλιστα σωστά, επειδή και ο κόσμος είναι διπλός, κατά ένα μέρος νοητός και κατά ένα άλλο αισθητός, όπως θα πει και ο ίδιος στην πορεία του διαλόγου, ο Παρμενίδης έχει συμπεριλάβει την μελέτη των νοητών και ο Τίμαιος την μελέτη των εγκόσμιων. Γιατί ο πρώτος παραδίδει όλες της θεϊκές βαθμίδες, και ο δεύτερος όλες τις προόδους των εγκόσμιων. Ούτε, όμως, ο πρώτος παραλείπει εντελώς την μελέτη των εγκόσμιων ούτε ο δεύτερος την μελέτη των νοητών, επειδή και τα αισθητά βρίσκονται μέσα στα νοητά με την μορφή του υποδείγματος, και τα νοητά μέσα στα αισθητά με την μορφή των εικόνων. Όμως, ο δεύτερος στέκεται περισσότερο στο φυσικό μέρος και ο πρώτος στο θεολογικό, κατά τρόπο σύμφωνο με τους άντρες από τους οποίους ονομάζονται. Γιατί από τον Τίμαιο έχει γραφτεί ένα παρόμοιο σύγγραμμα για την φύση του Σύμπαντος και από τον Παρμενίδη για τα αληθινά όντα. 

Σωστά, επομένως, ο θεϊκός Ιάμβλιχος υποστηρίζει ότι ολόκληρη η θεωρία του Πλάτωνα εμπεριέχεται σε αυτούς τους δυο διαλόγους, τον Τίμαιο και τον Παρμενίδη. Γιατί ολόκληρη η μελέτη των εγκόσμιων και των υπερκόσμιων λαμβάνει την τέλεια ολοκλήρωση με αυτούς και δεν παραμένει αδιερεύνητη καμία βαθμίδα των όντων. Μπορεί να γίνει φανερό, όμως, σε όσους δεν μελετούν πρόχειρα αυτούς τους διαλόγους ότι ο τρόπος της διαπραγμάτευσης του Τίμαιου είναι πανομοιότυπος με τον τρόπο του Παρμενίδη. Γιατί, όπως ο Τίμαιος ανάγει την αιτία όλων των εγκόσμιων στον πρωταρχικό δημιουργό, έτσι και ο Παρμενίδης εξαρτά την πρόοδο όλων των όντων από το Ένα. Και όπως ο πρώτος διδάσκει ότι όλα μετέχουν στην πρόνοια του δημιουργού, έτσι κι ο δεύτερος παρουσιάζει τα όντα να έχουν μετάσχει στην ενιαία ύπαρξη. Επιπλέον, όπως ακριβώς ο Τίμαιος, πριν από την μελέτη της φύσης προτάσσει την παρατήρηση των εγκόσμιων μέσω εικόνων, έτσι και ο Παρμενίδης ανακινεί την έρευνα των άυλων Ιδεών πριν από την μελέτη του θείου. Γιατί πρέπει κανείς να αναχθεί στην κατανόηση του σύμπαντος, αφού προηγουμένως εκπαιδευτεί με τις συζητήσεις για το καλύτερο πολίτευμα, καθώς επίσης και να ανυψωθεί στην μυστική θεωρία των ενάδων, αφού προηγουμένως προπονηθεί με τις επίμονες απορίες για τις Ιδέες. Αφού λοιπόν έχουν ειπωθεί τούτα, θα ήταν καιρός να πιάσουμε το κείμενο του Πλάτωνα και να εξετάσουμε κάθε λεπτομέρεια, όσο δυνατόν μπορούμε.

μόνος δὲ ὁ Πλάτων τοῖς Πυθαγορείοις ἑπομένως παραδίδωσι μὲν καὶ τὰ συναίτια τῶν φυσικῶν πραγμάτων͵ τὸ πανδεχὲς καὶ τὸ ἔνυλον εἶδος͵ δουλεύοντα τοῖς κυρίως αἰτίοις εἰς γένεσιν· πρὸ δὲ τούτων τὰς πρωτουργοὺς αἰτίας διερευνᾶται͵ τὸ ποιοῦν͵ τὸ παράδειγμα͵ τὸ τέλος͵ καὶ διὰ ταῦτα νοῦν τε ἐφίστησι τῷ παντὶ δημιουργικὸν καὶ νοητὴν αἰτίαν͵ ἐν ᾗ πρώτως ἐστὶ τὸ πᾶν͵ καὶ τὸ ἀγαθόν͵ ἐν ἐφετοῦ τάξει τῷ ποιοῦντι προϊδρυμένον· ἐπεὶ γὰρ τὸ ὑπ΄ ἄλλου κινούμενον ἤρτηται τῆς τοῦ κινοῦντος δυνάμεως͵ οὔτε παράγειν ἑαυτὸ δηλαδὴ πέφυκεν οὔτε τελειοῦν οὔτε σῴζειν͵ ἐν πᾶσι δὲ τούτοις τῆς ποιητικῆς αἰτίας δεῖται καὶ ὑπ΄ ἐκείνης συνέχεται. καὶ οὖν καὶ τὰ συναίτια τῶν φυσικῶν ἐξηρτῆσθαι προσήκει τῶν ἀληθινῶν αἰτίων͵ ἀφ΄ ὧν παρῆκται͵ πρὸς ἃ δεδημιούργηται παρὰ τοῦ πάντων πατρός͵ ὧν ἕνεκα γέγονεν. εἰκότως ἄρα τῷ Πλάτωνι πάντα ταῦτα μετ΄ ἀκριβείας ἐξη τασμένα παραδέδοται͵ καὶ ἀπὸ τούτων ἐξημμένα τὰ λοιπὰ δύο͵ τό τε εἶδος καὶ τὸ ὑποκείμενον· οὐ γάρ ἐστιν ὁ κόσμος οὗτος ὁ αὐτὸς τοῖς νοητοῖς ἢ νοεροῖς κόσμοις͵ οἵτινες ἐν εἴδεσι καθαροῖς ὑφεστήκασιν͵ ἀλλ΄ ἔστιν ἐν αὐτῷ τὸ μὲν ὡς λόγος καὶ εἶδος͵ τὸ δὲ ὡς ὑποκείμενον. ἀλλὰ ταῦτα μὲν καὶ εἰσαῦθις ἐξέσται σκοπεῖν· ὅτι δὲ εἰκότως πάσας τὰς αἰτίας ταύτας ὁ Πλάτων παραδέδωκε τῆς κοσμοποιίας͵ ἐκ τούτων πρόδηλον͵ τὸ ἀγαθόν͵ τὸ νοητὸν παράδειγμα͵ τὸ ποιοῦν͵ τὸ εἶδος͵ τὴν ὑποκειμένην φύσιν· εἰ μὲν γὰρ περὶ νοητῶν διελέγετο θεῶν͵ τἀγαθὸν ἂν μόνον αἴτιον αὐτῶν ἀπέφαινεν· ἐκ γὰρ ταύτης μόνης τῆς αἰτίας ὁ νοητὸς ἀριθμός· εἰ δὲ περὶ νοερῶν͵ τό τε ἀγαθὸν ἂν καὶ τὸ νοητὸν αἴτιον τούτων ὑπέθετο· πρόεισι γὰρ τὸ νοερὸν πλῆθος ἔκ τε τῶν νοητῶν ἑνάδων καὶ τῆς μιᾶς τῶν ὄντων πηγῆς· εἰ δὲ περὶ τῶν ὑπερκοσμίων͵ παρῆγεν ἂν αὐτοὺς ἔκ τε τῆς δημιουργίας τῆς νοερᾶς καὶ ὁλικῆς κἀκ τῶν νοητῶν θεῶν καὶ τοῦ τῶν ὅλων αἰτίου· πάντων γάρ͵ ὧν τὰ δεύτερα γεννητικά͵ πρώτως ἐστὶ καὶ ἀρρήτως ἐκεῖνο καὶ ἀνεπινοήτως ὑποστατικόν· ἐπειδὴ δὲ περὶ ἐγκοσμίων διαλέξεται πραγμάτων καὶ περὶ κόσμου τοῦ ξύμπαντος͵ ὕλην τε αὐτῷ δώσει καὶ εἶδος ἀπὸ τῶν ὑπερκοσμίων θεῶν εἰς αὐτὸν ἐφῆκον καὶ τῆς ὅλης ἐξάψει δημιουργίας καὶ πρὸς τὸ νοητὸν ἀπεικάσει ζῷον καὶ θεὸν ἀποδείξει τῇ μετουσίᾳ τἀγαθοῦ͵ καὶ οὕτω δὴ θεὸν ἔννουν ἔμψυχον ἀποτελέσει τὸν ὅλον κόσμον. Σκοπὸς μὲν οὖν οὗτος͵ οὗ φαμεν στοχάζεσθαι τὸν Τίμαιον͵ καὶ τοιοῦτος͵ ὥσπερ εἴπομεν. τούτου δὲ ὄντος τοιούτου πρεπόντως ἐν ἀρχῇ μὲν δι΄ εἰκόνων ἡ τοῦ παντὸς ἐπιδείκνυται τάξις͵ ἐν μέσοις δὲ ἡ σύμπασα κοσμοποιία παραδίδοται͵ πρὸς δὲ τῷ τέλει τὰ μερικὰ καὶ τὰ τέλη τῆς δημιουργίας συνυφαίνεται τοῖς ὅλοις· ἡ μὲν γὰρ τῆς Πολιτείας ἐπανάληψις καὶ ὁ περὶ τῆς Ἀτλαντίδος μῦθος τὴν δι΄ εἰκόνων ἐμφαίνει τοῦ κόσμου θεωρίαν· εἴτε γὰρ εἰς τὴν ἕνωσιν καὶ τὸ πλῆθος ἀπίδοιμεν τῶν ἐγκοσμίων͵ τῆς μὲν ἑνώσεως εἰκόνα φήσομεν εἶναι τὴν Πολιτείαν͵ ἣν ὁ Σωκράτης ἀνακεφαλαιοῦται͵ τὴν διὰ πάντων διήκουσαν κοι νωνίαν ὡς τέλος προστησαμένην͵ τῆς δὲ διαιρέσεως καὶ μάλιστα τῆς κατὰ τὰς δύο συστοιχίας ἀντιθέσεως τὸν τῶν Ἀτλαντίνων πρὸς Ἀθηναίους πόλεμον͵ ὃν ὁ Κριτίας ἱστορεῖ· εἴτε κατὰ τὸ οὐράνιον καὶ τὸ ὑπὸ σελήνην͵ τὴν μὲν Πολιτείαν ὁμοιοῦσθαι φήσομεν πρὸς τὴν οὐρανίαν δια κόσμησινκαὶ γὰρ ὁ Σωκράτης [rep. IX 592 B] ἐν οὐρανῷ φησιν αὐτῆς τὸ παράδειγμα ἱδρῦσθαιτὸν δὲ τῶν Ἀτλαντίνων πόλεμον τῇ γενέσει δι΄ ἐναντιώσεως καὶ μεταβολῆς ὑφισταμένῃ. ταῦτα μὲν οὖν διὰ ταῦτα προηγεῖται τῆς ὅλης φυσιολογίας. Ἐπὶ δὲ τούτοις τό τε δημιουργικὸν αἴτιον παραδίδοται τοῦ παντὸς καὶ τὸ παραδειγματικὸν καὶ τελικόν· ὧν προϋπαρχόντων δημιουργεῖται τὸ πᾶν καθ΄ ὅλον τε καὶ κατὰ μέρη· καὶ γὰρ τὸ σωματοειδὲς αὐτοῦ τεκταίνεται τοῖς εἴδεσι καὶ ταῖς δημιουργικαῖς τομαῖς καὶ τοῖς θείοις ἀριθμοῖς τεμνόμενον͵ καὶ ἡ ψυχὴ παράγεταί τε ἀπὸ τοῦ δημιουργοῦ καὶ πληροῦται λόγων ἁρμονικῶν καὶ συμβόλων θείων καὶ δημιουργικῶν͵ καὶ τὸ ὅλον ζῷον συνυφαίνεται κατὰ τὴν ἡνωμένην ἐν τῷ νοητῷ τοῦ κόσμου περιοχήν͵ τά τε μέρη τὰ ἐν αὐτῷ δεόντως ἐν τῷ ὅλῳ τάττεται͵ ὅσα τε σωματικὰ καὶ ὅσα ζωτικά· καὶ γὰρ ψυχαὶ μερι καὶ εἰσοικιζόμεναι τάττονται περὶ τοὺς ἡγεμόνας θεοὺς καὶ ἐγκόσμιαι γίνονται κατὰ τὰ ὀχήματα τὰ ἑαυτῶν͵ μιμούμεναι τοὺς ἡγουμένους αὐτῶν͵ καὶ τὰ θνητὰ ζῷα δημιουργεῖται καὶ ζῳοποιεῖται παρὰ τῶν οὐρανίων θεῶν· οὗ δὴ καὶ ἄνθρωπος ὅπη τε συνέστη καὶ δι΄ οἵας αἰτίας τεθεώρηται͵ καὶ πρό γε τῶν ἄλλων οὗτος͵ ἢ διότι καὶ προσήκουσά ἐστιν ἡμῖν ἡ περὶ αὐτοῦ θεωρία τὸν ἀνθρώπου λόγον προβεβλημένοις καὶ κατὰ τοῦτον ζῶσιν͵ ἢ διότι μικρὸς κόσμος ὁ ἄνθρωπος καὶ ἔστι καὶ ἐν τούτῳ πάντα μερικῶς͵ ὅσα ἐν τῷ κόσμῳ θείως τε καὶ ὁλικῶς· νοῦς τε γάρ ἐστιν ἡμῖν ὁ κατ΄ ἐνέργειαν͵ καὶ ψυχὴ λογικὴ προελθοῦσα ἐκ τοῦ αὐτοῦ πατρὸς καὶ τῆς αὐτῆς ζῳογόνου θεᾶς τῇ ὅλῃ͵ καὶ ὄχημα αἰθέριον ἀνάλογον τῷ οὐρανῷ͵ καὶ σῶμα γήινον ἐκ τῶν τεττάρων στοιχείων φυραθέν͵ οἷς καὶ σύστοιχόν ἐστιν. εἰ τοίνυν ἔδει πολλαχῶς θεωρῆσαι τὸ πᾶν καὶ ἐν τῷ νοητῷ καὶ ἐν τῷ αἰσθητῷ παραδειγματικῶς͵ εἰκονικῶς͵ ὁλικῶς͵ μερικῶς͵ εὖ ἂν ἔχοι καὶ ὁ περὶ ἀνθρώπου φύσεως λόγος ἐν τῇ τοῦ παντὸς θεωρίᾳ τελέως ἐξεργασθείς. εἴποις δ΄ ἂν κἀκεῖνον ἔτι τὸν λόγον͵ ὅτι κατὰ τὸ Πυθαγορικὸν ἔθος ἔδει συνάψαι τῷ θεωρουμένῳ τὸν περὶ τοῦ θεωροῦντος λόγον· ἐπεὶ γὰρ ἔχομεν͵ τίς ὁ κόσμος͵ ἐχρῆν οἶμαι προσθεῖναι κἀκεῖνο͵ τί ποτέ ἐστι τὸ ταῦτα ἐπισκεπτόμενον καὶ λογικῶς κατανοοῦν. ὅτι δὲ καὶ πρὸς τοῦτο ἀπέβλεψεν͵ ἐδήλωσε πρὸς τῷ τέλει διαρρήδην εἰπών [90 D]͵ ὅτι δεῖ τῷ κατανοουμένῳ τὸ κατανοοῦν ἐξομοιῶσαι τὸν μέλλοντα τῆς εὐδαίμονος ζωῆς ἐπήβολον ἔσεσθαι· τὸ μὲν γὰρ ὅλον ἀεὶ εὔδαιμον· ἔσται δὲ καὶ τὸ ἡμέτερον εὔδαιμον ὁμοιωθὲν τῷ παντί· καὶ γὰρ πρὸς τὴν αἰτίαν οὕτως ἀναχθήσεται· ἐπεὶ γὰρ ὡς ὁ ἐνταῦθα ἄνθρωπος πρὸς τὸ πᾶν͵ οὕτω καὶ ὁ νοητὸς ἄνθρωπος πρὸς τὸ αὐτοζῷον͵ ἐκεῖ δὲ ἀεὶ τὰ δεύτερα τῶν πρώτων ἐξέχεται καὶ τὰ μέρη τῶν ὅλων ἐστὶν ἀνεκφοίτητα καὶ ἵδρυται ἐν αὐτοῖς͵ ὅταν καὶ ὁ τῇδε ἄνθρωπος ἀφομοιῶται τῷ παντί͵ μιμήσεται καὶ τὸ ἑαυτοῦ παράδειγμα τὸν προσήκοντα τρόπον͵ κόσμιος γενόμενος διὰ τὴν πρὸς τὸν κόσμον ὁμοιότητα καὶ εὐδαίμων διὰ τὴν πρὸς τὸν εὐδαίμονα θεὸν ἀπεικασίαν. Ἐπὶ δὴ τοῖς εἰρημένοις καὶ τὰ τέλη τῆς δημιουργίας λελεπτούργηται κατά τε γένη καὶ εἴδη͵ τά τε ἐν τοῖς μετεώροις τά τε ἐν τῇ γῇ συνιστάμενα καὶ τὰ ἐν τοῖς ζῴοις͵ τά τε παρὰ φύσιν καὶ ὅσα κατὰ φύσιν· οὗ δὴ καὶ αἱ ἀρχαὶ τῆς ἰατρικῆς ἀναφαίνονται· λήγει γὰρ ἄχρι τούτων ὁ φυσικός͵ ἐπειδὴ τῆς φύσεώς ἐστι θεατής· ἅμα γὰρ τῇ φύσει καὶ τὸ κατὰ φύσιν͵ τούτου δὲ ἔκβασις τὸ παρὰ φύσιν. ποσαχῶς οὖν ἡ παρατροπὴ καὶ ὅπως ἐπανάγεται πρὸς τὸ μέτριον καὶ τὴν φύσιν͵ τοῦ φυσικοῦ κατανοεῖν ἔργον͵ τὰ δὲ τούτοις ἑπόμενα τῆς ἰατρικῆς ἐξυφαίνειν τέχνης. ἐν δὴ τούτοις μάλιστα κοινωνεῖ τοῖς ἄλλοις φυσιολόγοις ὁ Πλάτων· περὶ γὰρ τὰ ἐνυλότατα καὶ τὰ ἔσχατα ἔργα τῆς φύσεως ἐκεῖνοι διέτριβον͵ ἀφέντες τὸν ὅλον οὐρανὸν καὶ τὰς τῶν θεῶν τῶν ἐγκοσμίων τάξεις͵ ἅτε τὴν ὕλην ὁρῶντες͵ τὰ δὲ εἴδη καὶ τὰς πρωτουργοὺς αἰτίας χαίρειν μεθέντες. δοκεῖ δέ μοι καὶ ὁ δαιμόνιος Ἀριστοτέλης τὴν τοῦ Πλάτωνος διδασκαλίαν κατὰ δύναμιν ζηλώσας οὕτω διαθεῖναι τὴν ὅλην περὶ φύσεως πραγματείαν· τὰ μὲν κοινὰ πάντων τῶν φύσει συνεστώτων ἰδών͵ εἶδος καὶ ὑποκείμενον καὶ τὸ ὅθεν ἡ ἀρχὴ τῆς κινήσεως καὶ κίνησιν καὶ χρόνον καὶ τόπον͵ ἃ δὴ καὶ Πλάτων ἐνταῦθα παραδέδωκε͵ τό τε διάστημα καὶ τὸν χρόνον εἰκόνα αἰῶνος ὄντα καὶ τῷ οὐρανῷ συνυποστάντα καὶ τὰ ποικίλα τῆς κινήσεως εἴδη καὶ τὰ συναίτια τῶν φύσει͵ τὰ δὲ ἴδια τοῖς κατ΄ οὐσίαν διῃρημένοις͵ καὶ τούτων πρῶτα μὲν τὰ τῷ οὐρανῷ προσήκοντα͵ τῷ Πλάτωνι συμφώνως͵ καθόσον ἀγένητον τίθεται τὸν οὐρανὸν καὶ πέμπτης οὐσίαςτί γὰρ  διαφέρει πέμπτον στοιχεῖον καλεῖν ἣ πέμπτον κόσμον καὶ σχῆμα πέμπτον͵ ὡς ὁ Πλάτων ἐκάλεσεν; δεύτερα δὲ τὰ κοινὰ πάσης τῆς γενεσιουργοῦ συστάσεως͵ οὗ δὴ θαυμάσειεν ἄν τις τὸν Πλάτωνα τάς τε οὐσίας αὐτῶν καὶ τὰς δυνάμεις σὺν πολλῇ τῇ ἀκριβείᾳ θεωρήσαντα καὶ τήν τε ἁρμονίαν αὐτῶν καὶ τὰς ἐναντιώσεις ὀρθῶς διασωσάμενον· τούτων δὲ αὖ τῶν περὶ τὴν γένεσιν τὰ μὲν προσήκοντα τοῖς μετεώροις͵ ὧν ὁ μὲν Πλάτων τὰς ἀρχὰς παραδέδωκεν͵ ὁ δὲ Ἀριστοτέλης τὴν διδασκαλίαν ἐξέτεινε πέρα τοῦ δέοντος͵ τὰ δὲ εἰς τὴν τῶν ζῴων τείνοντα θεωρίαν͵ ἃ δὴ παρὰ μὲν τῷ Πλάτωνι κατὰ πάσας τὰς αἰτίας διήρθρωται τὰς τελικὰς καὶ τὰς συναιτίους͵ παρὰ δὲ τῷ Ἀριστοτέλει μόγις καὶ ἐν ὀλίγοις κατὰ τὸ εἶδος τεθεώρηται· τὰ πολλὰ γὰρ ἄχρι τῆς ὕλης ἵστα ται καὶ τὰς ἀποδόσεις ἀπὸ ταύτης τῶν φυσικῶν ποιούμενος δείκνυσιν ἡμῖν͵ ὅσον ἀπολείπεται τῆς τοῦ καθηγεμόνος ὑφη γήσεως. ταῦτα μὲν δὴ περὶ τούτων. Τὸ δὲ εἶδος τοῦ διαλόγου καὶ ὁ χαρακτὴρ ὁποῖός τίς ἐστι͵ μετὰ ταῦτα λέγωμεν. ὁμολογεῖται δὴ παρὰ πάντων͵ ὅτι τοῦ Πυθαγορικοῦ Τιμαίου τὸ βιβλίον ὁ Πλάτων λαβών͵ ὃ περὶ τοῦ παντὸς αὐτῷ σύγκειται͵ τὸν τῶν Πυθαγορείων τρόπον τιμαιογραφεῖν ἐπεχείρησεν. ὁμολογεῖται δ΄ αὖ καὶ τοῦτο παρὰ τῶν καὶ σμικρὰ τῷ Πλάτωνι συγγεγονότων͵ ὅτι τὸ ἦθος αὐτοῦ Σωκρατικόν ἐστι καὶ φιλάνθρωπον καὶ ἀποδεικτικόν. εἴπερ οὖν ἄλλοθί που ξυνεκεράσατο τήν τε Πυθαγόρειον καὶ Σωκρατικὴν ἰδιότητα͵ κἀν τῷδε τῷ διαλόγῳ τοῦτο φαίνεται ποιῶν· ἔστι γὰρ ἐν αὐτῷ παρὰ μὲν τῆς Πυθαγορικῆς συνηθείας τὸ ὑψηλόνουν͵ τὸ νοερόν͵ τὸ ἔνθεον͵ τὸ ἀπὸ τῶν νοητῶν πάντα ἐξάπτον͵ τὸ ἐν ἀριθμοῖς τὰ ὅλα ἀφοριζόμενον͵ τὸ συμβολικῶς τὰ πράγματα καὶ μυστικῶς ἐνδεικνύμενον͵ τὸ ἀναγωγόν͵ τὸ ὑπεραῖρον τὰς μεριστὰς ἐπιβολάς͵ τὸ ἀποφαντικόν· παρὰ δὲ τῆς Σωκρατικῆς φιλανθρωπίας τὸ εὐσυνουσίαστον͵ τὸ ἤμερον͵ τὸ ἀποδεικτικόν͵ τὸ 1.8 δι΄ εἰκόνων τὰ ὄντα θεωροῦν͵ τὸ ἠθικόν͵ πάντα τὰ τοιαῦτα. διὸ δὴ σεμνὸς μέν ἐστιν ὁ διάλογος καὶ ἄνωθεν ἀπὸ τῶν πρωτίστων ἀρχῶν ποιεῖται τὰς ἐπιβολάς͵ μίγνυσι δὲ τῷ ἀποφαντικῷ τὸ ἀποδεικτικόν͵ καὶ τὰ φυσικὰ οὐ φυσικῶς μόνον͵ ἀλλὰ καὶ θεολογικῶς νοεῖν ἡμᾶς παρασκευάζει· καὶ γὰρ αὐτὴ ἡ φύσις ἡ ποδηγετοῦσα τὸ πᾶν ἐξηρτημένη τῶν θεῶν καὶ ὑπ΄ αὐτῶν ἐμπνεομένη κατευθύνει τὸ σωματοειδὲς καὶ οὔτε ὡς θεός ἐστιν οὔτε ἔξω τῆς θείας ἰδιότητος τῷ προσλάμπεσθαι παρὰ τῶν ὄντως ὄντων θεῶν. εἰ δὴ δεῖ καὶ τοὺς λόγους ὁμοιοῦσθαι τοῖς πράγμασιν͵ ὧν εἰσιν ἐξηγηταί͵ καθάπερ αὐτὸς ὁ Τίμαιος ἐρεῖ [ 29 B ]͵ πρέπον ἂν εἴη καὶ τόνδε τὸν διάλογον ἔχειν μὲν καὶ τὸ φυσικόν͵ ἔχειν δὲ αὖ καὶ τὸ θεολογικόν͵ μιμούμενον τὴν φύσιν͵ ἧς ἐστι θεατής. ἔτι δέ͵ ἐπειδὴ κατὰ τὸ Πυθαγόρειον ἀρέσκον τριχῆ τὰ πράγματα διῄρηται͵ εἴς τε τὰ νοητὰ καὶ τὰ φυσικὰ καὶ τὰ τούτων μέσα͵ ἃ δὴ καλεῖν εἰώθασι μαθηματικά͵ πάντα δὲ ἐν πᾶσιν ἔστι θεωρεῖν οἰκείωςκαὶ γὰρ ἐν τοῖς νοητοῖς ἀρχηγικῶς προϋφέστηκε τά τε μέσα καὶ τὰ ἔσχατα͵ καὶ ἐν τοῖς μαθηματικοῖς ἀμφότερά ἐστιν͵ εἰκονικῶς μὲν τὰ πρῶτα͵ παραδειγματικῶς δὲ τὰ τρίτα͵ καὶ ἐν τοῖς φυσικοῖς ἐστιν ἰνδάλματα τῶν πρὸ αὐτῶν εἰκότως δήπου καὶ ὁ Τίμαιος τὴν  te  ψυχὴν ὑφιστὰς διὰ τῶν μαθηματικῶν ὀνομάτων ἐνδείκνυται τάς τε δυνάμεις αὐτῆς καὶ τοὺς λόγους καὶ τὰ στοιχεῖα͵ Πλάτων δὲ ἀπὸ τῶν σχημάτων τῶν γεωμετρικῶν τὰς ἰδιότητας αὐτῆς ἀφορίζεται καὶ τούτων ξυμπάντων ἐν τῷ νοητῷ καὶ δημιουργικῷ νῷ τὰς αἰτίας ἀπολείπει προϋπαρχούσας ἀρχοειδῶς. περὶ μὲν δὴ τούτων τοσαῦτα͵ καὶ τῆς τῶν καθ΄ ἕκαστα διερευνήσεως μᾶλλον ἡμᾶς ἐπιστῆσαι τῷ ἤθει τοῦ διαλόγου δυναμένης. Ἡ δὲ ὑπόθεσις τοιάδε τίς ἐστι· Σωκράτης εἰς Πειραιᾶ ἀφικόμενος τῆς τῶν Βενδιδείων ἑορτῆς ἕνεκα καὶ πομπῆς διείλεκται περὶ πολιτείας ἐκεῖ πρός τε Πολέμαρχον τὸν Κεφάλου καὶ Γλαύκωνα καὶ Ἀδείμαντον καὶ δὴ καὶ Θρασύμαχον τὸν σοφιστήν· τῇ δὲ ὑστεραίᾳ τῆς ἡμέρας ταύτης ἐν ἄστει πρὸς Τίμαιον καὶ Ἑρμοκράτην καὶ Κριτίαν καὶ τέταρτον ἐπὶ τούτοις ἄλλον ἀνώνυμον διηγεῖται τὴν ἐν Πειραιεῖ ξυνουσίαν͵ ὡς ἐν τῇ Πολιτείᾳ ὑπόκειται· διηγησάμενος δὲ παρεκάλεσε καὶ τοὺς ἄλλους οἰκείοις αὐτὸν ἀνταφεστιάσαι λόγοις τῇ ταύτης ὑστεραίᾳ. συνεληλύθασιν οὖν ἀκροασόμενοί τε καὶ ἐροῦντες εἰς τήνδε τὴν ἡμέραν͵ τρίτην οὖσαν ἀπὸ τῆς ἐν Πειραιεῖ συνουσίας· ἔν τε γὰρ τῇ Πολιτείᾳ [ I 327 A ] τὸ κατέβην χθὲς εἴρηται κἀνταῦθα [ 17 A ] τὸ τῶν χθὲς μὲν δαιτυμόνων͵ τὰ νῦν δὲ ἑστιατόρων· πάρεισι δὲ εἰς τήνδε τὴν ἀκρόασιν οὐ πάντες͵ ἀλλ΄ ὁ τέταρτος δι΄ ἀσθένειαν ἀπολείπεται. τί δή ποτε οὖν͵ φαίης ἄν͵ ἐν τούτοις οἱ ἀκροώμενοι τρεῖς͵ ἐν οἷς περὶ κόσμου τοῦ σύμπαντος ὁ λόγος; ὅτι͵ φήσω͵ τὸν μὲν πατέρα τῶν λόγων ἀνάλογον ἑστάναι προσήκει τῷ πατρὶ τῶν ἔργων· ἡ γὰρ κατὰ λόγον κοσμοποιία τῆς κατὰ νοῦν ἐστι κοσμοποιίας εἰκών· τῇ δὲ ὑποδεχομένῃ δημιουργικῇ τριάδι τὴν τοῦ πατρὸς μίαν καὶ ὁλικὴν ποίησιν τὴν τριάδα τῶν τοὺς λόγους ὑποδεχομένων͵ ἧς τὸ ἀκρότατόν ἐστι Σωκράτης͵ διὰ συγγένειαν ζωῆς αὐτόθεν τῷ Τιμαίῳ συνάπτων ἑαυτόν͵ ὥσπερ τῆς παραδειγματικῆς τὸ πρῶτον συνήνωται τῷ πρὸ τῶν τριῶν. ταῦτα μὲν οὖν καὶ διὰ τῶν ἐχομένων ἐναργέστερον πιέσομεν͵ εἰ ταύτῃ τοῖς θεοῖς φίλον. Εἰρημένων δὲ ἡμῖν ἤδη τοῦ τε σκοποῦ πέρι͵ τίς τε καὶ ἡλίκος ἐστί͵ καὶ τῆς οἰκονομίας τοῦ διαλόγου τοῦ τε χαρακτῆρος τοῦ ἐν αὐτῷ͵ θαυμασίως συγκεκραμένου͵ καὶ τῆς ὅλης ὑποθέσεως͵ καὶ δὴ καὶ περὶ τῶν προσώπων τῆς πρὸς τοὺς παρόντας λόγους οἰκειότητος͵ ἁρμόττον μὲν ἦν ἐπ΄ αὐτὴν τὴν λέξιν ἐλθόντας ἐξετάζειν ἕκαστα τὸν ἡμῖν δυνατὸν τρόπον· ἀλλ΄ ἐπεὶ τὸ τῆς φύσεως ὄνομα παρ΄ ἄλλοις ἄλλως φερόμενον ταράττει τοὺς τῆς Πλάτωνος διανοίας φιλοθεάμονας πῇ ποτε αὐτῷ δοκεῖ͵ καὶ τίνα βούλεται τὴν οὐσίαν εἶναι τῆς φύσεως͵ φέρε περὶ τούτου πρῶτον διέλθωμεν· πρέποι γὰρ ἄν που καὶ τῷ διαλόγῳ τὸ σκέμμα φυσικὴν ἔχοντι τὴν θεωρίαν εἰδέναι͵ τίς ἡ φύσις καὶ πόθεν πρόεισι καὶ μέχρι τίνος διατείνει τὰς ἑαυτῆς ποιήσεις. τῶν γὰρ παλαιῶν οἳ μὲν τὴν ὕλην φύσιν ἐκάλουν͵ ὡς Ἀντιφῶν͵ οἳ δὲ τὸ εἶδος͵ ὡς Ἀριστοτέλης ἐν πολλοῖς͵ οἳ δὲ τὸ ὅλον͵ ὡς τῶν πρὸ Πλάτωνός τινες͵ περὶ ὧν ἐν Νόμοις [ X 892 B ] ἱστόρησεν͵ ὅτι δὴ τὰ φύσει φύσεις προσηγόρευον͵ οἳ δὲ τὰς φυσικὰς δυνάμεις͵ βαρύτητας͵ κουφότητας͵ μανώσεις͵ πυκνώσεις͵ ὥς τινες τῶν Περιπατητικῶν καὶ τῶν ἔτι ἀρχαιοτέρων φυσικῶν͵ οἳ δὲ τέχνην θεοῦ τὴν φύσιν προσωνόμαζον͵ οἳ δὲ ψυχήν͵ οἳ δὲ ἄλλο τι τοιοῦτον· ὁ δέ γε Πλάτων ὕλην μὲν ἢ τὸ ἔνυλον εἶδος ἢ τὸ σῶμα ἢ τὰς δυνάμεις τὰς φυσικὰς οὐκ ἀξιοῖ πρώτως ἐπονομάζεσθαι φύσιν͵ ψυχὴν δὲ αὐτὴν αὐτόθεν ὀκνεῖ προσαγορεύειν͵ ἐν μέσῳ δὲ ἀμφοῖν τὴν οὐσίαν αὐτῆς θέμενος͵ ψυχῆς λέγω καὶ τῶν σωματικῶν δυνάμεων͵ ὑφειμένην μὲν ἐκείνης τῷ μερίζεσθαι περὶ τὰ σώματα καὶ τῷ μὴ ἐπιστρέφειν εἰς αὐτήν͵ ὑπερέχουσαν δὲ τῶν μετ΄ αὐτὴν τῷ λόγους ἔχειν τῶν πάντων καὶ γεννᾶν πάντα καὶ ζῳοποιεῖν͵ τὴν ἀκριβεστάτην περὶ αὐτῆς θεωρίαν ἡμῖν παραδέδωκε. κατὰ γὰρ τὰς κοινὰς ἐννοίας ἄλλο φύσις καὶ ἄλλο τὸ κατὰ φύσιν καὶ τὸ φύσει· καὶ γὰρ τὸ τεχνητὸν ἄλλο παρὰ τὴν τέχνην· καὶ ἄλλο ψυχὴ νοερὰ καὶ ἄλλο φύσις· ἡ μὲν γὰρ φύσις τῶν σωμάτων ἐστί͵ δύνουσα κατ΄ αὐτῶν καὶ οὖσα ἀχώριστος ἀπ΄ αὐτῶν͵ ἡ δὲ ψυχὴ χωριστή ἐστι καὶ ἐν αὐτῇ ἵδρυται καὶ ἑαυτῆς ἐστιν ἅμα καὶ ἄλλου͵ τῷ μὲν μετέχεσθαι τὸ ἄλλου ἔχουσα͵ τῷ δὲ μὴ νεύειν εἰς τὸ μετασχὸν τὸ ἑαυτῆς͵ ὥσπερ ὁ τῆς ψυχῆς πατὴρ ἑαυτοῦ μόνον ἐστὶν ἀμέθεκτος ὤν͵ καί͵ εἰ βούλει͵ πρὸ τούτου τὸ νοητὸν παράδειγμα τοῦ κόσμου παντὸς αὐτό. ταῦτα γάρ ἐστιν ἐχόμενα 1.11 ἀλλήλων· τὸ αὐτό͵ τὸ αὐτοῦ͵ τὸ αὐτοῦ καὶ ἄλλου͵ τὸ ἄλλου͵ τὸ ἄλλο· τοῦτο μὲν δῆλον ὅτι τὸ αἰσθητὸν πᾶν͵ ἐν ᾧ διάστασις καὶ μερισμὸς παντοῖος· ἐκείνων δὲ τὸ μὲν ἡ φύσις ἡ ἀχώριστος τῶν σωμάτων͵ τὸ δὲ ἡ ψυχὴ ἐν ἑαυτῇ τε οὖσα καὶ ἐλλάμπουσα δευτέραν εἰς ἄλλο ζωήν͵ τὸ δὲ ὁ δημιουργικὸς νοῦς ἐν τῷ ἑαυτοῦ μένων κατὰ τρόπον ἤθει [ Tim.  42 E ]͵ τὸ δὲ ἡ νοητὴ πάντων αἰτία καὶ παραδειγματικὴ τῶν ὑπὸ τοῦ δημιουργοῦ ποιουμένων͵ ἣν καὶ αὐτοζῷον διὰ τοῦτο καλεῖν ὁ Πλάτων ἠξίωσεν [ 30 CD ]. ἡ τοίνυν φύσις ἐσχάτη μέν ἐστι τῶν τὸ σωματοειδὲς τοῦτο καὶ αἰσθητὸν δημιουργούντων αἰτίων καὶ τὸ πέρας τοῦ τῶν ἀσωμάτων οὐσιῶν πλάτους͵ πλήρης δὲ λόγων καὶ δυνάμεων͵ δι΄ ὧν κατευθύνει τὰ ἐγκόσμια͵ καὶ θεὸς μέν͵ τῷ δὲ ἐκθεοῦσθαι καὶ οὐκ αὐτόθεν ἔχουσα τὸ εἶναι θεόςκαὶ γὰρ τὰ θεῖα σώματα θεοὺς καλοῦμεν͵ ὡς ἀγάλματα τῶν θεῶνποδηγετοῦσα δὲ τὸν ὅλον κόσμον ταῖς ἑαυτῆς δυνάμεσι καὶ τὸν μὲν οὐρανὸν τῇ ἑαυτῆς ἀκρότητι συνέχουσα͵ τὴν δὲ γένεσιν διὰ τοῦ οὐρανοῦ κυβερνῶσα͵ πανταχοῦ δὲ τὰ μερικὰ συνυφαίνουσα τοῖς ὅλοις. τοιαύτη δὲ οὖσα προελήλυθεν ἀπὸ τῆς ζῳογόνου θεᾶς·
νώτοις δ΄ ἀμφὶ θεᾶς φύσις ἄπλετος ᾐώρηται· ἀφ΄ ἧς πᾶσα ζωὴ πρόεισιν͵ ἥ τε νοερὰ καὶ ἡ ἀχώριστος τῶν διοικουμένων· ἐξηρτημένη δὲ ἐκεῖθεν καὶ ἀπαιωρουμένη φοιτᾷ διὰ πάντων ἀκωλύτως καὶ πάντα ἐμπνεῖ· δι΄ ἣν καὶ τὰ ἀψυχότατα ψυχῆς μετέχει τινός͵ καὶ τὰ φθειρόμενα μένει διαιωνίως ἐν τῷ κόσμῳ͵ ταῖς ἐν αὐτῇ τῶν εἰδῶν αἰτίαις συνεχόμενα. ἄρχει δὲ αὖ φύσις ἀκαμάτη κόσμων τε καὶ ἔργων͵ φησὶ τὸ λόγιον͵ οὐρανὸς ὄφρα θέῃ δρόμον ἀΐδιον κατασύρων καὶ τὰ ἑξῆς. ὥστ΄ εἴ τις ἐθέλοι τῶν τοὺς τρεῖς δημιουργοὺς λεγόντων εἰς ταύτας ἀναπέμπειν τὰς ἀρχὰς αὐτούς͵ τὸν δημιουργικὸν νοῦν͵ τὴν ψυχήν͵ τὴν ὅλην φύσιν͵ ὀρθῶς ἂν λέγοι διὰ τὰς εἰρημένας αἰτίας· εἰ δὲ ἄλλους τινὰς δημιουργοὺς ἐπέκεινα ψυχῆς ὑποτίθεται τρεῖς τοῦ παντός͵ οὐκ ὀρθῶς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ τῶν ὅλων δημιουργός· κατενείμαντο δὲ αὐτοῦ τὴν ὅλην δημιουργίαν μερικώτεραι δυνάμεις. εἴτ΄ οὖν Ἀμέλιος ἐθέλοι ταύτῃ διατάττεσθαι εἴτε Θεόδωρος͵ οὐ προσιέμεθα τὸν λόγον͵ ἀλλ΄ ἐπὶ τῶν Πλατωνικῶν καὶ Ὀρφικῶν μένειν σπουδάσομεν ὑποθέσεων. καὶ μὴν καὶ ὅσοι τέχνην δημιουργικὴν τὴν φύσιν εἰρήκασιν͵ εἰ μὲν τὴν ἐν αὐτῷ τῷ δημιουργῷ μένουσάν φασιν͵ οὐκ ὀρθῶς λέγουσιν͵ εἰ δὲ τὴν ἀπ΄ αὐτοῦ προϊοῦσαν͵ ὀρθῶς· τριπλῆν γὰρ τὴν τέχνην νοητέον͵ τὴν μὲν ἀνεκφοίτητον τοῦ τεχνίτου͵ τὴν δὲ προϊοῦσαν μέν͵ ἐπιστρέφουσαν δὲ εἰς αὐτόν͵ τὴν δὲ ἤδη προελθοῦσαν καὶ ἐν ἄλλῳ γενομένην. ἡ μὲν οὖν ἐν τῷ δημιουργῷ τέχνη μένει τε ἐν αὐτῷ καὶ αὐτός ἐστι͵ καθ΄ ἣν καὶ ἐργοτεχνίτης ὑπὸ τῶν λογίων ἐπονομάζεται καὶ κόσμου τεχνίτης πυρίου· ἡ δὲ νοερὰ ψυχὴ τέχνη μέν͵ ἀλλὰ μένουσα ἅμα καὶ προϊοῦσα· ἡ δὲ φύσις προελθοῦσα μόνον. διὸ καὶ ὄργανον λέγεται τῶν θεῶν͵ οὐκ ἄζων οὐδὲ ἀλλοκίνητον μόνον͵ ἀλλ΄ ἔχουσά πως τὸ αὐτοκίνη τον τῷ ἀφ΄ ἑαυτῆς ἐνεργεῖν· τὰ γὰρ ὄργανα τῶν θεῶν ἐν λόγοις δραστηρίοις οὐσίωται καὶ ζωτικά ἐστι καὶ σύνδρομα ταῖς ἐνεργείαις αὐτῶν. Ἐπειδὴ τοίνυν εἴρηται͵ τίς ἡ κατὰ Πλάτωνα φύσις͵ ὅτι οὐσία ἀσώματος͵ ἀχώριστος σωμάτων͵ λόγους ἔχουσα αὐτῶν͵ εἰς ἑαυτὴν ὁρᾶν οὐ δυναμένη͵ καὶ δῆλον ἀπὸ τούτων͵ ὅπως ὁ διάλογος φυσικός͵ ὁ περὶ τῆς ὅλης κοσμοποιίας ἀναδιδά σκων͵ ἀκόλουθον ἂν εἴη τὰ τούτοις ἐφεξῆς συνάπτειν· τῆς γὰρ ὅλης φιλοσοφίας εἴς τε τὴν περὶ τῶν νοητῶν καὶ τὴν περὶ τῶν ἐγκοσμίων θεωρίαν διῃρημένης͵ καὶ εἰκότως͵ ὅτι καὶ διττὸς ὁ κόσμος͵ ὁ μὲν νοητός͵ ὁ δὲ αἰσθητός͵ ὡς ἐρεῖ [ 30 C ] καὶ αὐτὸς προελθών͵ ὁ μὲν Παρμενίδης τὴν περὶ τῶν νοητῶν πραγματείαν περιείληφεν͵ ὁ δὲ Τίμαιος τὴν τῶν ἐγκοσμίων· ὃ μὲν γὰρ ἁπάσας τὰς θείας τάξεις παραδίδωσιν͵ ὃ δὲ ἁπάσας τῶν ἐγκοσμίων τὰς προόδους· οὔτε δὲ ἐκεῖνος πάντη παραλείπει τὴν τῶν ἐν τῷ παντὶ θεωρίαν͵ οὔτε οὗτος τὴν τῶν νοητῶν͵ διότι καὶ τὰ αἰσθητὰ ἐν τοῖς νοητοῖς ἐστι παραδειγματικῶς καὶ τὰ νοητὰ ἐν τοῖς αἰσθητοῖς εἰκονικῶς· πλεονάζει δὲ ὃ μὲν περὶ τὸ φυσικόν͵ ὃ δὲ περὶ τὸ θεολογικόν͵ οἰκείως τοῖς ἀνδράσιν͵ ἀφ΄ ὧν ὀνομάζονται· Τιμαίῳ τε γὰρ τοιοῦτό τι γράμμα περὶ τῆς τοῦ παντὸς ἐγέγραπτο φύσεως͵ καὶ Παρμενίδῃ δὲ περὶ τῶν ὄντως ὄντων. ὀρθῶς ἄρα φησὶν ὁ θεῖος Ἰάμβλιχος τὴν ὅλην τοῦ Πλάτωνος θεωρίαν ἐν τοῖς δύο τούτοις περιέχεσθαι διαλόγοις͵ Τιμαίῳ καὶ Παρμενίδῃ· πᾶσα γὰρ ἡ περὶ τῶν ἐγκοσμίων καὶ ὑπερκοσμίων πραγματεία τέλος ἔχει τὸ ἄριστον ἐν αὐτοῖς͵ καὶ οὐδεμία τάξις τῶν ὄντων ἀδιερεύνητος παραλέλειπται. φανείη δ΄ ἂν τοῖς μὴ παρέργως ἐντυγχάνουσι καὶ ὁ τῆς πραγματείας τρόπος τοῦ Τιμαίου πρὸς τὸν Παρμενίδην ὁμοιότατος· ὡς γὰρ ὁ Τίμαιος πάντων τῶν ἐν τῷ κόσμῳ τὴν αἰτίαν ἐπὶ τὸν πρώτιστον ἀνάγει δημιουργόν͵ οὕτως ὁ Παρμενίδης τῶν ὄντων ἁπάντων τὴν πρόοδον ἐξάπτει τοῦ ἑνός· καὶ ὃ μὲν
ᾗ μετέχει πάντα τῆς δημιουργικῆς προνοίας παραδίδωσιν͵ ὃ δὲ ᾗ τῆς ἑνοειδοῦς ὑπάρξεως τὰ ὄντα μετείληφεν· ἔτι δὲ ὥσπερ ὁ Τίμαιος πρὸ τῆς φυσιολογίας τὴν δι΄ εἰκόνων προτείνει θεωρίαν τῶν ἐγκοσμίων͵ οὕτως ὁ Παρμενίδης τὴν περὶ τῶν εἰδῶν τῶν ἀύλων ἀνακινεῖ ζήτησιν πρὸ τῆς θεολογίας· καὶ γὰρ δεῖ γυμνασάμενον μὲν ἐν τοῖς περὶ τῆς ἀρίστης πολιτείας λόγοις εἰς τὴν τοῦ παντὸς ἀνάγεσθαι κατανόησιν͵ ἀθλήσαντα δὲ ἐν ταῖς συντόνοις περὶ τῶν εἰδῶν ἀπορίαις ἐπὶ τὴν τῶν ἑνάδων ἀναπεμφθῆναι μυστικὴν θεωρίαν. τούτων δὲ εἰρημένων καιρὸς ἂν εἴη τῆς λέξεως ἐφάπτεσθαι τοῦ Πλάτωνος καὶ βασανίζειν ἕκαστον ὡς ἂν οἷοί τε ὦμεν.

 Πρόκλος  “Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος, (Βιβλίο πρώτον,  1.2.29  – 1.14.4)"

πηγή: eleysis69.wordpress